Monday 31 May 2010

Ησυχία



ΗΣΥΧΙΑ




Ήταν ένα καλοκαίρι άσπρο. Παιδικό. Χαλαρό.

Στεκόμουν σε ένα μεγάλο άσπρο διάδρομο. Στην άκρη δεξιά η μικρή άσπρη ταμπέλα έγραφε ΗΣΥΧΙΑ. Άσπρος ο διάδρομος, άσπρο το δωμάτιο, άσπρο πρόσωπο, άσπρα χείλη. Και τώρα -πλέον- άσπρη μνήμη.

Στεκόμουν στο παράθυρο. Με πείσμα κοιτούσα τα δέντρα. Τον κήπο. Τα αυτοκίνητα στο δρόμο. Τρόμαζα, γύριζα πάλι μέσα. 

Στο διάδρομο έγραφε ΗΣΥΧΙΑ
Δεξιά και αριστερά αριθμοί. 
Πόρτες-αριθμοί. 

Δάκρυα.

Έκανα ένα βήμα αποφασιστικό. “Όλα καλά θα πάνε. Θα περάσει, θα δείς.”. Κι ας ήξερα ότι αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. 
Έπειτα ήταν το πρόσωπό του.. Ίσως όχι το πρόσωπο. Τα χέρια
Τα χέρια του που έκλειναν γύρω μου κάποτε, τώρα έπεφταν άξαφνα στο πλαι, μπροστά στα έκπληκτα μου μάτια. “Μην τα παρατάς. Θα δεις. Όλα θα πάνε καλά”.

Τί θα πεί ησυχία; Δεν νομίζω να με ενοχλούσε ως λέξη. 
Μια λέξη είναι μια λέξη. 
Δε λέει τίποτα αν δεν θέλεις να λέει ΗΣΥΧΙΑ
Που θα πει ίσως “αγάπη”, “φόβο”, “θάνατο”.

“Δεν έχει αέρα εδώ μέσα!” η φωνή του.

Άνοιγα έντρομη το παράθυρο. “Είναι καλύτερα τώρα;”, ρωτούσα.

Ο αέρας έμπαινε μέσα αβίαστα. Οξυγόνο. Τώρα όλα έπερναν το σχήμα από κλειστό άσπρο δωμάτιο. 
Αποκτούσαν οσμή
Αλλά η νοσοκόμα επέμενε: “Το οξυγόνο είναι άοσμο”. 
“Ε, τότε τί μυρίζει;” 

“Eυχήσου να μην έρθει ο θάνατος”, μου είπε. Το ευχήθηκα. Εύκολα. 
Με αγκάλιαζε με εκείνες τις πελώριες ζεστές παλάμες του που καθόριζαν τον χώρο μου, σημάδευαν τις μέρες, τις ανάσες μου. Και μετά..

Αναπαύεται”. Τη λέξη την είχε πει η μάνα του. Τότε. Ήταν μια λέξη άστοχη. Εντελώς ψεύτικη. Όλες οι λέξεις που χρησιμοποίησαν τότε μου φανήκανε ψεύτικες. Τις θυμάμαι ακριβώς για αυτό. 
Αναπαύεται.. Κοιμάται.. Ελαφρό το χώμα.. Αιωνία η μνήμη..

“Ψέματα!”φώναξε. Θα το εξακρίβωνε ο ίδιος. “Μην πας. Μείνε εδώ.” Στην ΗΣΥΧΙΑ.

Έκανε δυο βήματα πίσω. Είπε “Φύγαμε”, όπως θα έλεγε “Πονάω”. Είπε “Πονάω” αντί να πεί “Βοήθεια”. 

Ακόμα και σήμερα η εικόνα του άσπρου καλοκαιριού μου φέρνει μια αντίρρηση. Τα χέρια του ανοιχτά. Το κορμί μου μετέωρο. 

Ο ουρανός, ο αέρας, το οξυγόνο. 

Tίποτα δεν είναι αιώνιο. Ο θάνατος, η ζωή, η αγάπη, ο έρωτας. 



                Ναι, κι'αυτό.

Saturday 29 May 2010

Ά-νεκρη





Έχεις ερωτευτεί ποτέ σου; Φρικτό έτσι; Σε κάνει τόσο ευάλωτη. 

Κάποιος ανοίγει το στέρνο σου, μετά την καρδιά σου, και μπαίνει μέσα φέρνοντας τα πάνω-κάτω.

Αγάπα οτιδήποτε και η καρδιά σου θα βουλιάξει. 
Πιθανότατα θα ρ α γ ί σ ε ι

Αν θες να βεβαιωθείς ότι θα παραμείνει άθικτη μη τη δώσεις σε κανένα. Τύλιξέ την προσεχτικά γύρω από καθημερινές ασχολίες και μικρές πολυτέλειες. Απέφυγε κάθε εμπλοκή. 

Κλείδωσέ την προσεκτικά στο κουτί, στο φέρετρο του εγωισμού σου. 
Σ’αυτό το κουτί, το ασφαλές, το σκοτεινό, το ακίνητο, χωρίς αέρα, θα αλλάξει. 

Δε θα ραγίσει. 

Θα γίνει άθραυστη, αδιαπέραστη.

Έρχεται όμως μια στιγμή στη ζωή του καθενός, που ο κόσμος κυριαρχείται από ήσυχια και το μόνο που απομένει είναι ο ήχος της καρδιάς. 

Ξυπνάς στη μέση της νύχτας με το αίσθημα ότι όλοι είναι μόνοι στον κόσμο, και ότι κανείς δεν τους αγαπάει τώρα και κανείς δε θα τους αγαπήσει κάποτε, και ότι δε θα καταφέρουν ποτέ ξανά να κοιμηθούν γαλήνια το βράδυ, και θα περάσουν τις ζωές τους περιφέροντας τους εαυτούς τους γύρω από ένα ανέραστο τοπίο, ελπίζοντας απεγνωσμένα ότι οι συνθήκες θα βελτιωθούν, υποψιασμένοι βέβαια, στην καρδιά της καρδιάς τους, ότι θα παραμείνουν ανέραστοι για πάντα. 


                                                                                                                                 



Στάθηκα ακίνητη, με βλέμμα θολό, και εκείνη τη στιγμή, άκουσα την καρδιά μου να ραγίζει ΚΡΑΚ 
Ένας μικρός, καθαρός ήχος, όπως το σπάσιμο του κοτσανιού από ένα λουλούδι.

Είμαι ά-νεκρη. Ξέρω ότι μπορεί να έχεις κάποιες προκαταλήψεις σχετικά με το “ά-νεκρη”. Δε μπορείς να αισθανθείς άνετα με την ιδέα του να είμαι ά-νεκρη. Αλλά είμαι εδώ για να σου πω ότι ο ά-νεκρος άνθρωπος είναι ακριβώς όπως εσύ και εγώ.. 

Ενδεχομένως, περισσότερο σαν κι εμένα παρά σαν σένα.

Friday 28 May 2010

Η ύψιστη ελευθερία

              

                      Βάλε αυτό να παίζει πρώτα. 


Όπως υποτάσσεσαι στο Θεό υποτάσσεσαι σε έναν άντρα.

Ο έρωτας είναι η επιθυμία για αιχμαλωσία. Να’σαι αιχμάλωτη στα μάτια του, στα χέρια του. 

Στην αρχή όλοι πίστευουν είναι εύκολο. 
Πιστεύουν σε πολλά πράγματα: σε ιδέες, σε ανθρώπους, σε τόπους, σε αντικείμενα. 

Πίστευε και μη ερεύνα.

Ένταση και αισθησιασμός. 
Το μείγμα που προκαλεί αισθησιακές εκρήξεις.
Χημικές αντιδράσεις. Αν όμως ενώσεις δυο λάθος συστατικά ΜΠΟΥΜ

Η επιθυμία για να ξεφύγεις συχνά θρυμματίζεται κάτω από το βάρος των ποδιών σου. 
Φεύγεις, αλλά στην πραγματικότητα το σώμα και το μυαλό σου μένουν καθηλωμένα.

Ζεις μεταξύ δυο επιλογών. Μιας ζωής χωρίς φαντασία και μιας άλλης που δεν ταίριαζει στο πάθος. 

Να θες να τις πετάξεις από τη μνήμη σου αλλά ενσωματωμένες στα κυτταρά σου, αρνούνται πεισματικά να εξαφανιστούν.

Την μια στιγμή τα μάτια ζωγραφίζουν μια λάμψη και την άλλη τυλίγονται στη μελαγχολία.


                                                                                                                              



Η ύψιστη ελευθερία είναι η στιγμή που αγγίζεις την πιο ψηλή ηδονή και ενώ το σπέρμα ακόμα εκτοξεύεται, εκείνη τη στιγμή, εσύ να είσαι ήδη αλλού.


Έχεις πάρει το σακάκι σου και φεύγεις.

Και κάθε φορά, σαν να βιάζεις την κάθε σου σχέση,  την εκτοξεύεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να καλύψεις τόσα χρόνια κενού.





Tuesday 25 May 2010

Σε μια ισορροπία


Η μνήμη αντιστέκεται. 
Δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω. 

Μια ισορροπία αισθημάτων και τρόμου. 
Η προηγούμενή μας ζωή σβήνει τα όνειρά μας με το delete του εφιάλτη μας. 

Ο μισός μας εαυτός είναι χωρισμένος από τον άλλο μισό. 
Δύο μονάδες. Ο ένας ποτέ απέναντι στον άλλο. 

Πάντα ο ένας να κυνηγάει τον άλλο. Ένα λαχανιασμένο κυνήγι. 

Ένα τεστ κοπόσεως δίχως τελειωμό που περιμένει με ανακούφιση το έμφραγμα. 
Μην ξεχάσουμε την αξονική εγκεφάλου και την αξονική σπονδυλικής. 
Αλλά, που να πάρει ο διάβολος, είμαστε υγιής. 
Με μικροβλάβες. Αλλά υγιής. 

Κανείς δεν πέθανε από έρωτα.

Οι πληγές του έρωτα συντηρούν την απόλυτη ηδονή. 

Ένα γιν και ένα γιανγκ σε απόλυτη συμμετρία που χωρίζονται. Μια στιγμή αποκόλλησης. Σε ένα λιβάδι από σκέψεις. 

Δυο υπάρξεις τόσο όμοιες μα τόσο διαφορετικές.  

Έμφραγμα πάντως δε θα πάθουμε. 

Μόνο οι μπουνιές του κεφαλιού μας, κόντρα σ’έναν αόρατο τοίχο θωρακισμένο με ατσάλι θρυμμάτιζουν την αντοχή μας.




                       Τώρα άκουσε αυτό.