Monday 26 July 2010

Δυο χαρτοπαίχτες που ηδονίζονται να χάνουν


“Οι δρόμοι αδειάζουν. Έχεις δίκιο, είναι Καλοκαίρι. Ο κόσμος είναι σε διακοπές, σ’το πα φοβάμαι, δηλαδή γερνάω, μη γελάς.”

Τηλεφώνησε για να δει πώς περνάω μακριά του, η φωνή μου ίδια, επίπεδη, ίσως μια μικρή ανησυχία, όπως πριν, τα ίδια, “Μου λείπεις, δεν έχει σημασία, μιαν άλλη φορά”, το τηλέφωνο κλείνει απότομα. ΜΠΙΜΠ-ΜΠΙΜΠ-ΜΠΙΜΠ

Παραμονή είχα διαβάσει το μήνυμά του. Μάτια στον τοίχο, κενό. 
Νομίζω αυτό το’χω ξαναζήσει.
Και γιατί τώρα, ειδικά τώρα να προσπαθεί κάτι εντελώς άκαιρο και χωρίς κανένα νόημα αφού..

Οι προσωπικές επαφές δεν είναι απ’τα καλύτερά μου. Τα μάτια δηλώνουν πολλά απ’όσα δε θες να μοιραστείς. Μα η επιμονή επιβάλλει την συνάντηση. 

“Μοιάζεις με χαρτοπαίκτη που ηδονίζεται να χάνει, δεν έχω καμία σχέση εγώ με το χαμένο σου πάθος, δεν υπάρχω σε σχέση με σένα, μπορείς να το καταλάβεις αυτό και να ησυχάσουμε;”. Ψέματα. Όλα. Λέω ψέματα. Ήθελα να το φωνάξω. Και οι δυο μας   χαρτοπαίχτες στο ίδιο παιχνίδι είμαστε. Μα η σιωπή νίκησε το πάθος. Και το πάθος αποφάσισε να δώσει χώρο στον εγωισμό. 

Το πρόσωπό του χλωμό, το στόμα στεγνό, τα μάτια κόκκινα

Γερνάει! Τρόμος! Ένα είδος πανικού. Ο φόβος του μην εμπλακεί. 
Η μνήμη της πρώτης τους συνάντησης έμβρυο νεκρό. Ένα παιχνίδι τάβλι χωρίς κανόνες, χωρίς παίκτες. 

Γερνάω, κοιτάζει εμένα με απόγνωση, γερνάω, ψάχνει στις μαυρισμένες σιλουέτες των περαστικών, γερνάω, φοβάμαι, γερνάω, μίλησέ μου, με κάλεσες μόνο για να με διώξεις, γερνάω, άφησέ με να μιλήσω, θα μείνω λίγα λεπτά, θέλω να σε αγγίξω για λίγο, πριν φύγεις, είναι ανάγκη, γερνάω, οι δρόμοι αδειάζουν, έχεις δίκιο, είναι Καλοκαίρι, ο κόσμος είναι σε διακοπές, σ’το πα ότι φοβάμαι, δηλαδή γερνάω, μη γελάς. 

Κενό.




Περπατάει μουδιασμένη και αποφεύγει τον ήλιο, τα μάτια των παιδιών, τα καλοκαιρινά τραγούδια του έρωτα. 

Βιάζεται γιατί πρέπει να φύγει. Αφήνει πολλά πίσω. Μα η ζωή της τώρα αρχίζει. 


Τώρα απλά εύχεται να έκανε τη σωστή επιλογή.

Thursday 22 July 2010

Σβήστε το φώς επιτέλους!


Μόνο μαζί του μεταμορφωνόταν. Σε παιδί. Σε γυναίκα. Σε φίλη καλή. Μόνο μαζί του. 

Αυτός ποτέ δεν την είχε ρώτησει πώς ήταν πριν τον γνωρίσει, πώς ζούσε, για τη ζωή της, για το παρελθόν της. Τίποτα. 

Μόνο κάποτε, σε στιγμές απόλυτης σιωπής, αυτός άνοιγε διάπλατα τα μάτια του, κοίταζε το κενό και ξεστόμιζε περίεργες ερωτήσεις που γι’αυτήν φαίνονταν άστοχες. Και όταν έπαιρνε την απάντησή του, έπεφτε και πάλι στον συλλογισμό.

Κάτι βράδια την έπαιρνε τηλέφωνο φωνάζοντας ότι την χρειαζόταν κοντά του. Παρακαλώντας την να’ρθει. Κι αυτή έτρεχε να βρεθεί στο πλάι του. Τα παρατούσε όλα και έφευγε.  Διότι, “την είχε ανάγκη”. 

Τώρα αυτός ο άντρας απέναντί της, στ’άσπρα, την ρώταγε ερωτήσεις χιλιάδες. Ερωτήσεις που εκείνος δεν νοιάστηκε ποτέ να κάνει.  
-Σου λείπει; 
-Ήμουνα είκοσι τότε. Μπορεί και εικοσι-δύο. Ο χρόνος κυλάει σαν τιμωρός. Τίποτα δεν αφήνει να κρατήσει για πολύ. Τίποτα ωραίο, εννοώ.

Κάποια βράδια ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, νόμιζε πως τον μισούσε. Ξαφνικά ένιωθε προδωμένη. Όπως στη ζωή της ολόκληρη. Δεν ήθελε να το σκέφτεται. 

-Είναι που δεν καταλάβαινα πάρα πολλά σ’αυτόν. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. 

Τα βράδια της Άνοιξης είχε γίνει αυτό με την αϋπνία. Σαν εφιάλτης. Προσποιήτουν την κοιμισμένη και μετά όταν καταλάβαινε πως εκείνος είχε κοιμηθεί, στεκόταν δίπλα στο παράθυρο με τις ώρες. Έβλεπε έξω τους γλάρους να ανοίγουν τα φτερά τους και να γεμίζουν την πόλη φωνές και φασαρία. Ελεύθεροι ταξιδιώτες.  

Με την αυγή, μ’αυτό το αραιό φως που της θύμιζε αόριστα παρουσία, ένιωθε σιγουριά. Γύριζε στο κρεβάτι και κοιμόταν βαθιά, χωρίς όνειρα. 

Όταν πια πλησίασε το καλοκαίρι ήρθε αυτό με τον πανικό. Σαν αφύπνιση. Πλέον είχε καταφέρει να νικήσει την αϋπνία. Μα στη μέση της νύχτας τον ένιωθε να κινείται στον ύπνο του και να της αγγίζει τα μαλλιά. Αυτή ξυπνούσε τρομαγμένη για να δει αν όντως είναι το χέρι του αυτό που την χαίδευε. 

Την περνούσε μερικά χρόνια. Αυτή τον θαύμαζε. Εκείνος κολακευόταν με τον θαυμασμό της. Κάποτε είχαν μιλήσει σοβαρά για τη ζωή του.
Είχε μια ζωή δύσκολη, μπερδεμένη, με πολλή αγωνία και φόβο. 
-Εγώ είμαι έτσι, είχε δηλώσει εκείνος. Εσύ δε μπορείς να καταλάβεις. Είσαι αλλιώς. Είσαι καμωμένη για να ζεις σ’αυτόν τον κόσμο όπου όλα είναι φανερά, γίνονται στο φώς, γεννιούνται και πεθαίνουν στο φώς. Εγώ ζώ τόσα χρόνια στο σκοτάδι. Εγώ είμαι αλλιώς.

-Τότε θα σ’αγαπήσω. Θα σε βοηθήσω. Θα’ναι καλά έτσι. Θα με βοηθήσεις να αλλάξω. 

Γέλασε αυτός. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια με τα μελαγχολικά του μάτια.
-Είσαι μικρή και έχεις φαντασία. 

Χωρίς να το καταλάβουν πέρασε ο καιρός. Και ήτανε μαζί. 
Μα αυτή δεν άντεχε άλλο. Έγινε εύθραυστη. Έπεφτε στο κενό και δεν μπορούσε να κρατηθεί από πουθενά. Κι αυτός δεν κατάλαβε τίποτα. Τα χέρια του τα’χε απασχολημένα με το να γράφει τα δικά του. Και την άφησε να πέσει.

Μια συνεχής προσπάθεια για να κρατήσει κάτι που ήδη βρισκόταν σε σύψη την οδήγησε εδώ. 

Στην τρέλα. 

-Σβήστε το φώς επιτέλους! στρίγκλιζε αυτή. Ξάπλωνε στο μονό κρεβάτι της ψυχιατρικής πτέρυγας, στο μικρό άσπρο της δωμάτιο. Με τα κάγκελα στο παράθυρο. 

Το πρόσωπό της, πρόσωπο κούκλας, άλλαζε στο φως του φεγγαριού που τολμούσε να μπαίνει από τις χαραμάδες. Ένα χαμόγελο σκληρό και ψυχρό σαν λεπίδι στόλιζε την κάποτε τρυφερή της μορφή. 

Πάνω στο δέρμα του το λεπίδι τον έκανε να μετανιώνει.

Tuesday 20 July 2010

Τί εστί ήρωας λοιπόν;

Και στο Τέλος δεν είναι τίποτε άλλο ο ηρωισμός από μια ατυχής σύμπτωση .

Mια σύμπτωση θ α ν ά τ ο υ

Η στιγμή που η ζυγαριά δεν υπολογίζει σωστά την ζωή και τον θάνατο. 

Αυτό είναι το πρόβλημα. 
Μια ανακρίβεια που αγνοούμε εντελώς εμείς οι σύγχρονοι Κύπριοι. 

Δεν είμαστε σε καιρό ειρήνης. Βρισκόμαστε ακόμη σε πόλεμο. Εμπόλεμοι. 
Αλλά καθόλου, μα καθόλου, ετοιμοπόλεμοι. 

Ο δάσκαλος έλεγε: “Μόνο στον πόλεμο γίνονται οι ήρωες.”
Δεν γεννιούνται. 
Γίνονται

Μέσα σε μια στιγμή. Από απροσεξία. Από σύμπτωση. Από παράλειψη. Από ατυχία. Από λάθος. 

Ποτέ από θέληση..αλλιώς θα’ταν αυτοκτονία.

Γιατί όλοι ισορροπούν στο μυαλό και στη ψυχή τα υπερ και τα κατά. Γιατί μετρούν την αξία της ζωής και του θανάτου. Εκεί, δυσκολεύονται οι περισσότεροι. Είναι αυτή μια στιγμή ενδεικτική της ευφυίας του ανθρώπου. Της φαντασίας του. Του πάθους του για τη ζωή. 

Αν προχωρήσει η μόνη επιλογή είναι ο θάνατος
Αν μείνει ακίνητος θα επικρατήσει η ασφάλεια. Η ηρεμία
Καμιά αιωνιότητα, κανένα δάφνινο στεφάνι, κανένα όνομα γραμμένο σε πλάκα περιτριγυρισμένο από χιλιάδες άλλα. Τίποτα ηρωικό
Όμως εξακολουθούν να αναπνέουν. Να αγαπούν. Να ελπίζουν. Να Υπάρχουν

Αν γυρίσουν την πλάτη και φύγουν ονομάζεται λ ι π ο τ α ξ ί α. “΄Άρνηση εκτελέσεως του καθήκοντος”. Ίσο με την επιβίωση. Συνώνυμο με τον ορισμό της Ζωής. 

Ποιοί είναι οι ήρωες λοιπόν; 

Τα πτώματα; Όχι, ποτέ! Αυτοί είναι οι άνθρωποι που προχώρησαν. Από απροσεξία, από σύμπτωση, από παράλειψη, από ατυχία, από λάθος. 

Ήρωες είναι αυτοί που μπόρεσαν να μείνουν στέρεοι και ισχυροί εκείνη τη στιγμή  που η ζυγαριά ισοζύγιζε τη ζωή με τον θάνατο.

Ήρωες είναι οι ζωντανοί. Αυτοί που εκδιώχτηκαν. Αυτοί που άφησαν τα σπίτια τους. Αυτοί, που κατάφεραν να επιβιώσουν μεσά από τεράστιες απώλειες. Απώλειες ανθρώπων.
Αυτοί που άντεξαν τον πόνο, και τον νίκησαν.  



Αυτοί είναι οι Ήρωες.



Η ιστορία κάνει ένα λάθος που την συμφέρει πολύ. 

Είμαστε σκλάβοι της ιστορίας. 

Σκλάβοι του μύθου.

Η χώρα μας έχει ανάγκη από Ζωντανούς ήρωες. Όχι νεκρούς. 

Δεν χρειαζόμαστε άλλους τάφους και μνημεία. Χρειαζόμαστε Ανθρώπους. 

Friday 16 July 2010

Ζωή

Ο δάσκαλος έδινε τον ορισμό της ζωής όπως ένα θεώρημα μαθηματικό.

“Είναι δε η ζωή το αντίθετο του θανάτου..”

Ζωή είναι να γελάς δυνατά. 
Να κλαις

Να φοβάσαι. Να τολμάς.

Ζωή είναι να δ ο κ ι μ ά ζ ε ι ς.
Να θυμάσαι. Να ξεχνάς

Ζωή είναι όλα.

Tuesday 13 July 2010

Ξένοι και.. καταδικασμένοι


Τον κοίταξε χωρίς να παίρνει ανάσα. Λες και το οξυγόνο έπαψε ξαφνικά να εισέρχεται στους πνεύμονές της. 

Έκανε να τον αγκαλιάσει. Να τον ευχαριστήσει για αυτήν την απρόσμενη και απολαυστική βόλτα και τότε, κοιτάζοντας τον στα μάτια.. “Δε μπορώ”, ψέλλισε. “Το βλέμμα. Αυτό του το βλέμμα”, και ένιωσε κάτι μέσα της να σκιρτά, κάτι σαν ναυτία την κυρίευσε και ταυτόχρονα σαν να είχε φυσήξει ένα αεράκι που πήρε μακριά την καταχνιά που σκίαζε την μέρα της και φανέρωνε τώρα, μπροστά της, την ψυχή της γυμνή. 

Ήταν ένα βλέμμα γεμάτο αισιοδοξία, γεμάτο αντρική αποφασιστική απαίτηση από ανθρώπινη βιολογική ανάγκη για αναπαραγωγή. 

Σίγουρα ο Στεφάν την κοίταζε έτσι ασυναίσθητα, δεν είχε επίγνωση της ταραχής που της προκαλούσε. Και σίγουρα δεν πίστευε ότι αυτή η γυναίκα απέναντί του θα μπορούσε ποτέ να τον θελήσει όσο αυτός την ποθούσε. 

Την άρπαξε απότομα μα η στοργή και ο πόθος του ξεχειλίζαν από κάθε όργανο του σώματός του. Την έσφιξε δυνατά και της ψιθύρισε στη γλώσσα του λόγια αγάπης, λόγια απελπισμένης ανάγκης να υπάρξει ως άντρας, ως ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον. 

“Έλα μαζί μου”, την παρακάλαγε. “Έλα στη Φλορεντία ή αν θέλεις θα μείνω εγώ, εδώ, μαζί σου. Δεν περίμενα ποτέ να μου συμβεί αυτό που τώρα με κατακλύζει σαν χείμαρρος. Φώτισες τον σκοτεινό μου κόσμο”, και ένα σωρό τέτοια κι άλλα λόγια έρωτα και απελπισίας και ανάγκης. Που ακουγόντουσαν πέρα για πέρα αληθινά. 

Μα εκείνη την συνέπαιρνε το βλέμμα του. Το βλέμμα που είχε εξαφανιστεί προ πολλού από τα μάτια του αγαπημένου της που μάλλον τώρα θα την περίμενε στο σπίτι του. Το βλέμμα που είχε αγνοήσει την ύπαρξη, και που η καθημερινότητα της ρουτίνας της και της ζωής της, βοήθησε να διαγράψει από την μνήμη της. 


Μια γυναίκα με σάρκα και το άιμα που΄τρεχε ζεστό στις φλέβες της.

Ένα σχεδόν ανεπαίσθητο βλέμμα από έναν σχεδόν άγνωστο, είχε καταφέρει να την ξυπνήσει απ’τον λήθαργό της. 

“Φτωχή η ζωή μας, αγάπη μου”, σκεφτόταν όση ώρα ο Στεφάν τη χαίδευε και την γέμιζε ερωτόλογα.

“Eμείς που νομίζαμε πως τίποτα δεν έλειπε από τη ζωούλα μας, την τόσο ευτυχισμένη και τόσο αρμονική. Για δες τί κρύβουμε μέσα μας, πόσο αδύναμοι είμαστε μπροστά στις καταπιεσμένες μας ανάγκες που μάταια ελπίζουμε πως θα αφήσουμε πίσω μας μαζί με τα χρόνια που περνάνε”.

Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε γυμνή εκεί στη μέση του πουθενά, με τα δέντρα και τα πουλιά μάρτυρες, με έναν ξένο εραστή, που ανάμεσα στους ψίθυρους της λαχτάρας και της ηδονής του τού ξέφευγε μια άλλη κραυγή, εξίσου δυνατή και ανεξέλεγκτη “Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ”. 

Κι όταν όλα είχαν κοπάσει, κι είχαν και οι δυο σκεπάσει κάθε απόδειξη του σημερινού τους παραπατήματος, τον άκουσε να της δηλώνει ντροπιασμένα: “Συγγνώμη, δεν το ήθελα, μα μάλλον δεν τα καταφέρνω να κρατάω μέσα μου τις βαθιές μου επιθυμίες”.

Αυτό κατάλαβε, γιατί ήταν κι εκείνου η φωνή σπασμένη και τα αγγλικά του μπερδεμένα απ’την ντροπή και την αγωνία που ένιωθε μην τυχόν και την προσβάλει.

Άπλωσε το χέρι της και πέρασε τα δάκτυλά της μέσα από τα καστανά του μαλλιά.  Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και ήθελε, πόσο ήθελε, να του πει πως τέτοιον έρωτα δεν τον είχε ποτέ της ονειρευτεί, πως πάντα περίμενε αυτόν να έρθει για να συμπληρώσει τα κενά της ψυχής της. Φοβήθηκε όμως ότι κάτι τέτοιο θα ανέφλεγε κι άλλες ικεσίες και “σε παρακαλώ” και “έλα μαζί μου” που δε θ’άντεχε άλλο να αποφεύγει, κι έτσι σώπασε..

Εκείνος κοίταξε ψηλά τα αστέρια που άρχισαν να αχνοφαίνονται στολίζοντας τον καλοκαιρινό ουρανό του Ιουλίου, και την ξαναρώτησε, χωρίς τώρα να την βλέπει στα μάτια, λες και ήξερε ότι θα του ομολογούσε αλήθειες που δε θ’άντεχε:

“Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να τον χωρίσεις.. καμιά ελπίδα;”

Του απάντησε σιγανά, με φωνή σίγουρη και συνάμα αποφασιστική, με ένα τρέμουλο στη που αυτός στην ταραχή του δεν πρόσεξε στην αρχή, πως... “κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν.”

“Όχι. Τα χρόνια που είμαι μαζί του δε μπορώ να τα διαγράψω. Λυπάμαι, να’ξερες πόσο λυπάμαι.”

Κι αγκαλιάστηκαν πάλι. Δυο αγαπημένα πλάσματα που ήταν μοιραίο να χωριστούνε γιατί μπαίνουν ανάμεσά τους θάλασσες και πατρίδες και υποχρεώσεις κι άλλες αγάπες πιο δυνατές.

Και κλάψανε και οι δυο. 

Από χαρά, από λύπη;
Ούτε κι οι δυο δεν ξέρανε από τί. 

Friday 9 July 2010

Γίνε και εσύ μια κούκλα βιτρίνας! Μπορείς!




Μια βόλτα στην κεντρική Λευκωσία αποθηκεύει ασπρόμαυρες αναμνήσεις. Μνήμες μιας εποχής που η μαγεία τείνει να εκλείψει και η Ζωή μας αναγκάζει να δούμε τα πράγματα όπως είναι. Ρεαλιστικά. 

Τέρμα τα όνειρα, μάγκα

Οι κούκλες μέσα στις βιτρίνες, φορούν τα καλοκαιρινά τους, δεν ανησυχούν για θερμίδες, δεν βάζουν κιλά, δεν ρυτιδιάζουν, είναι πάντοτε φτιαγμένες στην τρίχα, ακίνητες, ευτυχισμένες με μάτια γυάλινα, α δ ε ι α ν ά. 

Η απάθεια έχει παγώσει το αίμα τους και το αιώνια εύθυμο πρόσωπό τους, κάνει τα σώματά τους να μοιάζουν διάφανα. Δίχως όργανα να πάλλονται. Δίχως χρώματα.  

Άσπρες.  

Ζωή ακίνητη, ντυμένη και μεταμφιεσμένη μέσα σε χιλιάδες χρώματα, χωρίς Θέλω, χωρίς Αίσθημα. Κλειδωμένες στην κλεψύδρα του Χρόνου, μας φωνάζουν να μπούμε μέσα στα καταστήματα για να εξαγοράσουμε τα όνειρά μας, στοιχειωμένοι από μοναξιά και από αγάπες χαμένες. 

Το χοντρό γυαλί όμως μας εμποδίζει, όπως τα συρματομπλέγματα μας εμποδίζουν να πάμε σε τόπους που μας ανήκουν και τις ψυχές μας να αγαλλιάσουν. 

Ένα αόρατο εμπόδιο, το τζάμι, μας χωρίζει από αυτό που απεγνωσμένα νομίζουμε ευτυχία
Έτσι που όλα φαίνονται δίπλα μας ευκολο-άρπαχτα. Ν’απλώσεις το χέρι σου και να τα πιάσεις. 

Νομίζουμε πως θα μας χαριστούνε. ΧΑ! 

Το αόρατο, χοντρό τζάμι είναι άθραυστο και τίποτα δεν το σπάζει. Ούτε οι πόθοι μας ούτε οι επιθυμίες μας. 

Για να γίνουμε και εμείς ευτυχισμένοι σαν τις κούκλες στις βιτρίνες, πρέπει να αδειάσουμε τα μάτια μας, να απενεργοποιήσουμε τα αισθήματά μας. 

Πρέπει να μαθουμε να αγαπάμε με τρόπο συμφεροντολογικό, παραγωγικό, εύστοχο

Να στοχεύσουμε στο κέρδος, να αντικαταστήσουμε το σώμα μας με έναν άλλο, πλαστικό.

Τα πλαστικά σώματα δεν καταλαμβαίνουν, τον χρόνο που περνά, δεν έχουν πόθους και επιθυμίες. Το μόνο που επιθυμούν είναι να ντύνονται ωραία για να κρύβουν το μυστικό της νεκροφάνειάς τους. 

Όταν όμως είσαι σχεδόν νεκρός, τί να τα κάνεις τα όμορφα ρούχα;

Thursday 8 July 2010

Όνειρο θερινής νυχτός

Κατά ένα παράξενο λόγο ο εγωισμός της έμενε άθικτος, και όταν βρέθηκε να υπογράφει το διαζύγιο στην παρουσία της δικηγόρου της, ένιωσε κάποια μορφή ανακούφισης. Όχι πως δεν τον αγαπούσε τον Λουκά, αντιθέτως, όλοι οι φίλοι τους, έβαζαν το χέρι τους στη φωτιά για την αγάπη της Έλσας. 
“Χάθηκε ένας τεράστιος έρωτας” έλεγε χτες η Μαρία στην Κλαίρη.

Μα δε χαθήκανε ακριβώς. Ο Λουκάς, αν και τώρα συζούσε με την μικρή 22άρα, που μάλλον ήταν η διέξοδός του από την κλειμακτήριο και για την οποία είχε εξ’αρχής ζητήσει το διαζύγιο, έβλεπε την Έλσα κάθε μέρα στην εταιρία που εργάζονταν και οι δυο για χρόνια. Εκεί γνωριστήκανε. Εκεί γιορτάσανε και τις 17 επετείους του γάμου τους. Ανάμεσα σε χαρτιά, συμφωνίες και υπογραφές. 


Το κινητό της ηχούσε αλλά η Έλσα δεν είχε όρεξη για κουβεντούλα τώρα. Προτιμούσε να κάτσει στην ησυχία της. Να απολαύσει ένα ποτήρι κρασί και να πάει για ύπνο. Ο ήχος της βροχής που χτυπούσε στα παράθυρα συνέτεινε στην μαγεία της στιγμής και γρήγορα το μυαλό της Έλσας έτρεχε σ’άλλα μονοπάτια. 

Έπινε την τελευταία γουλιά κρασιού όταν άκουσε το κουδούνι. Παραξενεύτηκε. Κανείς δεν την επισκεπτόταν τέτοια ώρα. Πάτησε το κουμπί του θυροτηλεφώνου:

-Ποιός είναι;
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα από την άλλη πλευρά και βιάστηκε να το κλείσει όταν ακούσε:
-O Λουκάς είμαι. 

Άνοιξε την πόρτα ακριβώς τη στιγμή που άνοιγε το ανσανσερ. Η εικόνα του άντρα που είχε απέναντί της δε θύμιζε καθόλου τον δυναμικό και ισχυρογνώμον Λουκά. 
-Μπορώ να περάσω; ψιθύρισε.
Έκανε πέρα και τον άφησε να περάσει στο μικρό της σαλόνι. 
-Κρασί ή καφέ; τον ρώτησε. 
-Καφέ. 

Με τα ποτήρια στα χέρια, η Έλσα να πίνει ένα δεύτερο ποτήρι κρασί και ο Λουκάς τον ζεστό του καφέ, και αφού κοιτάχτηκαν αμίλητοι για ώρα, τον ρώτησε απαλά:
-Για πες. Που οφείλεται αυτή η μεταμεσονύχτια επίσκεψη;
Πρόσεξε την αμφιβολία στα μάτια του και πρόσθεσε εύθυμα: 
-Μη μασάς ρε συ. Κάθε αρχή και δύσκολη δε λένε; Τί συμβαίνει; Έπαθε τίποτα η Στελλίτσα σου;

Την ξανακοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ερευνητικό, λες και πάλευε να κατανοήσει τον τρόπο που του μίλαγε, την τόση αδιαφορία της. Θα πίστευε άραγε όσα σκόπευε να της ξεφουρνίσει τώρα; Δε του φανέρωνε τίποτα το πρόσωπό της γι’αυτό και είπε ξέπνοα:
-Αυτό που συμβαίνει είναι ότι πήρε πόδι. Μη με κοιτάς έτσι. Η Στέλλα είναι για μένα παρελθόν.

Η αμηχανία του ήταν ολοφάνερη από την στιγμή που την είδε στην πόρτα να τον καλωσορίζει. Είχε έρθει για να της πει τον πόνο του, να βρει ένα αποκούμπι στη δύσκολη τούτη ώρα, να εκφράσει την απογοήτευσή του για την ακόμα μια προσωπική του αποτυχία. Και του στοίχιζε πολύ που έπρεπε να το ομολογήσει. 

-Σε καταλαμβαίνω, τόλησε να ξεστομίσει η Έλσα και εκείνος την σταμάτησε. 

-Όχι, δεν καταλαμβαίνεις. 
Συγγνώμη, ήθελα να πω, αφού δεν ξέρεις πως είναι τα πράγματα, πως εξελίχθηκαν όλα, πως έφτασα εδώ, πώς μπορείς να καταλαμβαίνεις; Δε μ’αφησε αυτή, εγώ την έστειλα στο σπίτι της. 

Και συνέχισε να της εξηγεί πως η ζωή μαζί της ήταν μια κόλαση και πως δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο που αυτή η γυναίκα τον έλκυσε και ότι ευτυχώς είχε καταλάβει έγκαιρα το λάθος του και μπορούσε να τα διορθώσει όλα.

Αυτό το τελευταίο έκανε την Έλσα να αναπηδήσει και να ζητήσει κάπως απότομα την έννοια του. 

Και εκείνος, με το θράσος της απελπισίας του, την βεβαίωσε ότι ήρθε απόψε για να διορθώσει το λάθος του. Να αποκαταστήσει επιτέλους την παλιά του ισορροπία. Δήλωσε με περισσή γοητεία στην Έλσα ότι αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής του, ότι δεν είχε σταματήσει στιγμή να την αγαπάει, και που ήθελε σαν τρελός να ξανασμίξει μαζί της και να μην χωρίσουν ποτέ ξανά. 

-Σε ικετεύω Έλσα. Πίστεψέ με. Δεν είναι για το βόλεμά μου που το κάνω. Ούτε οι ανασφάλειές μου ήταν ο χάρτης μου προς την πόρτα σου αλλά η διαπίστωση του μεγάλου μου λάθους, που εν μέρει ήταν και δικό σου, αφού είχες βιαστεί να μου δώσεις την ελευθερία μου. 

-Μας ήθελες και τις δυο. Ποιό στήριγμα είμουνα εγώ; Το δεξί ή το αριστερό; Νομίζεις ότι δεν ξέρω τί λες; Ότι δεν καταλαβαίνω; Και για πες μου. Τί θα κάνεις τώρα που έχασες και τις δυο; Πώς σχεδιάζεις να προχωρήσεις με τη ζωή σου;

Την κοίταξε λυπημένος και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του: 
-Μα σου εξήγησα. Ήρθα να σε παρακαλέσω..

Το ξέσπασμά της ήταν τόσο απότομο και έντονο όσο ήταν η βραδινή νεροποντή. Τον άρπαξε από το μπλουζάκι και τον χτύπαγε σαν να κρατούσε ψεύτικη κούκλα όχι ολόκληρο άντρα, φωνάζοντας πως πρέπει να μην τα’χει εξακόσια, ότι μάλλον τρελάθηκε, πως ήταν τεράστιο το θράσος του να θεωρεί ότι θα τον δεχόταν πίσω, πως δεν πίστευε ότι αυτός έδιωξε την μικρή αλλά το πιο πιθανόν εκείνη του έδωσε τα παππούτσια στο χέρι, και ένα σωρό άλλες βρισιές και κακίες, ώσπου άνοιξε την πόρτα και τον έσπρωξε έξω στριγκλίζοντας πως τέρμα τα πήγαινε-έλα στο σπίτι της πλέον. 

Έδωσε μια στην πόρτα που έκλεισε με τόση δύναμη που νόμιζες θα γκρεμιζόταν. Ακούμπησε πάνω της και ανάσαινε βαριά μέχρι να συνέλθει. Άκουσε το ανσανσερ να κατεβαίνει και χιλιάδες σκέψεις κατέλαβαν το κενό του εγκεφάλου της. Μπερδεμένες σκέψεις, απόψεις, θεωρείες, και πόνος. Πόνος δυνατός που δεν πίστευε ότι κρατούσε τόσο καιρό μέσα της.

Το κρασί δημιούργησε έναν τεράστιο λεκέ στον άσπρο κανάπε και το μόνο που κατάφερε η Έλσα να κάνει το επόμενο πρωί όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν να μεταφερθεί στο κρεβάτι της.


Monday 5 July 2010

Εσύ το Γνωρίζεις;

Γνώρισαν’ όλοι τον Νερούδα και τον εκφυλίσανε.

Κατάντησε η ποίηση μέσο κοινωνικού κοκορεύματος

-Κόλακες.

Μηδενίσαμε την ποιότητα για να αναζωπυρώσουμε την ηθική μας υπόσταση νομίζοντας ότι μόνο έτσι θα καταφέρουμε την εξύψωση της ύπαρξής μας. 

-Γελίοι. 

Χθές ένα παπαγαλάκι μπήκε απ’το παράθυρο. Κάθησε για ώρες ολόκληρες μαζί μου. Συντροφιά στη σκέψη. 
Και όταν μερικές στιγμές ηχούσε από το ράμφος του μουσική, ξυπνούσα από τον λήθαργο της αέναης εξερεύνησης του νου.

Και μετά έφυγε. Πέταξε μ α κ ρ ι ά. Και μαζί του πήρε και τις σκέψεις μου. 


Το μόνο που χρειάζεται ο νους για να Ξυπνήσει είναι η συνειδητοποίηση της μαγείας που κρύβεται στη Στιγμή


Η Ουσία κρύβεται πάνω. Ψηλά. Στο κεφάλι. Όχι στη γλώσσα. Ούτε στα Λόγια
Η Ουσία κρύβεται στο Είναι σου. Όχι στο Πρέπει σου. Ούτε στο Θέλω σου.

Ουσία είναι μια Σκέψη. 


Έχετε ποτέ χαθεί μέσα σε μια Σκέψη
Εννοώ, να χαθείτε μεσα σε μια ψυχεδελική μέθη. 

Δεν είναι μόνο μια λάμψη στο μυαλό αλλά μια υπερβατική μεταμόρφωση. 
Η Στιγμή που αντιλαμβάνεσαι ότι το μεγαλείο της Σκέψης αποτελείται από τα δικά σου μόρια. Μόρια που συγκρατούν κάθε γωνιά του σώματος, του μυαλού και του πνεύματος σου. 
Σαν να σφραγίζεις χιλιάδες φακέλους Ζωής, με την ουσία της παθιασμένης σου ύπαρξης. Και μετά να τους ανοίγεις έναν-έναν, παραδωμένους πλέον σε Εσένα, για το υπόλοιπο της ζωής σου. 

Μια Σκέψη που επιβεβαιώνει ότι το σύμπαν είναι ευθυγραμμισμένο, ότι η ουσία του είναι το πάθος, και ίσως και ότι υπάρχει ένα ανώτερο ον.  
Μα όλες οι σκέψεις είναι αλληγορίες οριοθετειμένες από τον Χρόνο, από τις περίστασεις, από την πίστη.. Από Εσένα. 

Friday 2 July 2010

Τέλος / Κεφάλαιο ΙΙΙ- Καλό ταξίδι

Κάθονταν αντίκρυ σε ένα ξύλινο τραπέζι στολισμένο με γυάλινα ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια για νερό και κρασί. 

Η Ίριδα είχε φορέσει εκείνο το στράπλες κοντό φόρεμα από άσπρη δαντέλα που τόνιζε όμορφα το μαυρισμένο της σώμα και τα μακρυά γυμνασμένα της πόδια. Τα μαύρα της μαλλιά, λιτά όπως ψες, πλαισίωναν το πορσελάνινο της πρόσωπό σαν κορνίζα ακριβού πίνακα. 
‘Πόσο ερωτισμό μπορεί να εκπέμπει μια γυναίκα;’ αναρωτιόταν ο Ορέστης ενώ προετοίμαζε τον εαυτό του για να πάρει την πρωτοβουλία, και χαμογέλασε στην συνειρμική του σκέψη να την έχει παραδωμένη στα χέρια του σε λίγες ώρες. 

-Τα θαλασσινά είναι από τα αγαπημένα μου φαγητά, ομολόγησε η Ίριδα, και τον κοίταξε μαγνητισμένη. 

-Νομίζω έχουμε υπερβολικά πολλά κοινά σημεία για να είναι η γνωριμία μας μια απλή σύμπτωση, είπε με λέξεις γεμάτες νόημα και υπονοούμενα ο Ορέστης. 

Η Ίριδα τα’χε ξανακούσει αυτά.. Και αναρωτιόταν αν η βραδιά θα αποδεικνυόταν φιάσκο και αν όλα όσα σκεφτόταν όλο το πρωινό ήταν απλά δημιούργημα της αστείρευτης φαντασίας της. Εξάλλου, το μυαλό της, της έπαιζε συχνά τέτοια παιχνίδια. 

Τον κοίταζε που έτρωγε με βουλιμία τις χοντρές γαρίδες βουτώντας τις πρώτα στην άσπρη σάλτσα. Ύστερα σκούπιζε το χέρι του στη γαλάζια, λινή πετσέτα και πρόσθετε κρασί στο ποτήρι της πρώτα, και μετά στο δικό του. 

-Δεν τρως, της είπε. Το Ναύπλιο έχει τα καλύτερα θαλασσινά της Ελλάδας. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε ότι αν δε φας θαλασσινά στο Ναύπλιο τότε δεν ξέρεις τί εστί γεύση ψαριού. 

-Αυτό δε θα το αμφισβητήσω, απάντησε η Ίριδα και σώπασε.

Οι ρυτίδες βάθαιναν στο μέτωπό του κάθε που άνοιγε το στόμα του για να παραχωρήσει άλλη μια χοντρή γαρίδα. Και παρ’όλη την προσπάθειά της, δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν αυτό το διαφορετικό που είχε προσέξει σ’αυτόν τον άντρα που καθόταν απέναντί της. 

Ο Ορέστης κατάπιε και την κοίταξε με περιέργεια.
-Μια δεκάρα για τη σκέψη σου.

-Μια δεκάρα μόνο; Νόμιζα θα πρόσφερες τουλάχιστον ένα εκατομμύριο, απάντησε ετοιμόλογα η Ίριδα και γέλασε δυνατά. 

Του άρεσε η αναίδεια που έβγαζαν τα λόγια και το ύφος της. Λιγομίλητη και συγκρατημένη, του φάνταζε περισσότερο ως πρόκληση παρά ως συντροφιά. 

Αυτή ζήτησε να της σερβίρει κρασί κι εκείνος στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα να την κοιτάζει σχεδόν με έκπληξη, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Θυμήθηκε τα προκλητικά της ρούχα και το μυαλό του έτρεξε σε ερωτικά μονοπάτια. Αυτό τον εξιτάρισε και χωρίς μιλιά της σέρβιρε κρασί ξεχείζοντας το ποτήρι της. 

Η Ίριδα το σήκωσε προσεκτικά περιμένοντας να τσουγκρίσουν. Ύστερα το ήπιε μονορούφι. Κι αμέσως ζήτησε άλλο. 

Είχε άλλα στο μυαλό της και η λογική της δεν την άφηνε να αφεθεί. Ο Ορέστης την μαγνήτιζε, κάθε του κίνηση, κάθε του βλέμμα. Ο αυθορμητισμός του την αιχμαλώτιζε. Κι αυτό τη φόβιζε. 
Η ελευθερία του μυαλού της, ήταν το μεγαλύτερο αγαθό που κράτησε για τον εαυτό της, και δεν ήταν πρόθυμη να την παραδώσει σε αυτόν τον σχεδόν άγνωστο άντρα απέναντί της. Η λογική της έδινε δυο επιλογές. 
Η πρώτη ήταν η προφανής. Η ευκολότερη για όλους επιλογή: να παραδώσει τα όπλα. Να αφεθεί στον έρωτα που της δινόταν απλόχερα. Κι ας έχανε τον έλεγχο που είχε πάνω στα αισθήματα και στις πράξεις της. 
Η δεύτερη επιλογή ήταν η ευκολότερη για αυτήν επιλογή. Να έκανε αυτό που έκανε πάντα. Να περάσει ένα ωραίο βράδυ με τον γοητευτικό σύντροφό της και να πετάξει μακριά σαν βραδινή νεράιδα. 

Το αλκόολ θα ηρεμούσε το ξαναμμένο της μυαλό και θα της έδινε το θάρρος να αποφασίσει.
Τον κοίταξε στα μάτια πίνοντας.

-Λοιπόν, τί λες; Πάμε για μια βόλτα..;
Το είπε με μιαν ανάσα και τον κοίταξε με αμφιβολία.
Εκείνος την παρατηρούσε γεμάτος έκπληξη περιμένοντας το τέλος της φράσης.
Μόνο που η Ίριδα δεν έβρισκε τα λόγια. Λες και εξαφανίστηκαν όλες οι όμορφες λέξεις από το μυαλό της. Λες και οι αμέτρητες προτάσεις και εκφράσεις που τόσο εύκολα έγραφε στα βιβλία της την εγκατέλειψαν μαζικά. Αυτά που ήθελε να πει λες και δε λεγονταν με λόγια. Ή καλύτερα.. Δεν ήξερε τί ήθελε να πει!
Κανείς δε μιλούσε για μερικά λεπτά.

Κι ύστερα ο Ορέστης έσπασε πρώτος τη σιωπή, ολοφάνερα ανακουφισμένος που θα φεύγανε. 
“Πάμε! Μισό, να πληρώσω το λογαριασμό”.

Την κοίταξε και πάλι σαστισμένος. 
Εκείνη γέλασε ειρωνικά και έριξε πίσω το κεφάλι της, αποκαλύπτωντας τον εντυπωσιακό της λαιμό, απομακρύνοντας τα μακριά της μαλλιά από το πρόσωπό της. 

Ανάμεσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της είδε τον ολόλευκο όγκο του μέσα στο λινό καλοκαιρινό του κουστούμι να πλησιάζει. 
Άπλωσε τα χέρια του, μεγάλα χέρια, δυνατά, και τράβηξε απαλά την καρέκλα της, αγγίζοντας με τις άκρες των δακτύλων του το χέρι της. 
Πάντα του άρεσε να δημιουργεί αυτές τις “κατα σύμπτωση” επαφές του δέρματος. Τον έκαναν να αντριχιάζει. 
Ρίγησε αφημένη στη μαγεία της στιγμής και αμέσως σηκώθηκε, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της. 
Άφησε την αναπνοή της να έρθει στον σωστό της ρυθμό, ανακουφισμένη. 

Ο Ορέστης παρέμεινε με τα χέρια του αδειανά. 

Όλα ήταν ήσυχα στα δρομάκια του νησού και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των τακουνιών της Ίριδας πάνω στο γκρίζο πλακόστρωτο που οδηγούσε προς τη θάλασσα. 

Καστανόξανθες σπίθες απ’τα μάτια του την άγγιζαν παντού και γέμιζαν τον χώρο γύρω τους με πάθος. Στο ωχρό φως του φεγγαριού η συνέχεια προβλεπόταν ευοίωνη. 

Μέσα της υψώθηκε ένα κύμα που ξέσπασε μέσα από τους αδένες των ματιών της. Θα μπορούσε άραγε αυτή η νύχτα να’ταν διαφορετική; 
Αφέθηκε στα χέρια του που την οδήγησαν στο δωμάτιο του. Τα κύμματα έσπαζαν την ακρογιαλιά και οι δυο τους παρέμεναν αμίλητοι για πολύ ώρα τώρα. 


Το μεγάλο, μαλακό κρεβάτι, με τα άσπρα σατέν σεντόνια λες και περίμεναν με ανυπομονησία τη συνάντηση των δυο εραστών. Οι χαμηλόφωτες λάμπες, συνωμοτούσαν μυστικά στην επερχόμενη πράξη, φωτίζοντα ελαφρώς το δωμάτιο. Αισθησιακή ατμόσφαιρα μεσογειακής λαγνείας, που βοηθούσε στην εκπλήρωση ονείρων και φαντασιώσεων. 

Η Ίριδα έκλεισε τα μάτια σφικτά προσπαθώντας να σταματήσει τις εικόνες που ποέβαλλε η λογική της και την παρόρμησή της να τρέξει μακριά. 
Κάτι μέσα της της φώναζε-σχεδόν κιόλας το ένιωθε στον αέρα- κάτι διαφορετικό θα συνέβαινε σήμερα, σε λίγο, σε μερικά λεπτά.. Και θα το περίμενε!

Μπήκε μέσα της γρήγορα. Την είχε ποθήσει πολύ όπως την είδε με το ολόλευκο φόρεμα. Και το άρωμά της τον ξετρέλαινε. Κάπου το είχε ξαναμυρίσει αυτό το άρωμα. Ίσως το φόραγε η γραμματέας του στο γραφείο ή η τελευταία του γκόμενα. 

Τόσες σκέψεις μετέωρες στο μυαλό του κι αποφάσεις ανεκτέλεστες. 

Η Ίριδα κοίταξε πάνω από τον ώμο του το δωμάτιο. Πάνω στο μπρούτζινο κομοδίνο ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό έλαμπε κάτω από το φώς. Ήθελε να το πίει αλλά ο Ορέστης αγκομαχούσε κιόλας στάζοντας ιρδώτα, με όλο το βάρος του να πιέζει την ύπαρξή της. 
Και τότε ο Ορέστης τραβήχτηκε και την κοίταξε ερωτηματικά σαν να διάβασε τις σκέψεις της, σαν να σταμάτησε κάθε ηλίθια και άσχετη απορία να τριβελίζει το μυαλό του. 

Τα καστανά του μάτια την κοίταξαν χαμογελαστά. Το γυμνό του σώμα με τους διακριτικούς μα δυνατούς του μυς δέσποζαν στο λαβύρινθο των ματιών της και τη στιγμή εκείνη πρόσεξε τη σχισμή στο πλάι του αριστερού του ματιού που είχε γίνει από τότε που τραυματίστηκε μικρό παιδί. 
Το αίμα τους κόχλαζε σ’όλες τις αρτηρίες των σωμάτων τους, ερεθίζοντας κάθε σημείο και σκοτεινή γωνιά τους.

Ποθούσε αυτόν τον άντρα. Και δόθηκε με τόσο πάθος που δεν άκουγε πλέον τα κύματα έξω από το παράθυρο και κάθε σκέψη της σώπασε, γαληνεύοντας την φουρτούνα του μυαλού. 

Κοιτάχτηκαν στα μάτια, βαθιά τους διακρινόταν η άγρια επιθυμία. Αυτός με το βλέμμα του καρφωμένο στα βάθη της ψυχής της, ακολουθούσε τους δικούς της ρυθμούς. 

Η Ίριδα ένιωθε την καυτή του ανάσα να ζεσταίνει το λαιμό της και η έξαψη που την κυρίευσε δεν την αφήνει να αντισταθεί. 
Η λογική της χάθηκε στην άβυσσο του ενστίκτου που την κυρίευσε. 
Πόθος ανακατεμένος με πανικό. Και αφέθηκε σ’αυτό που υποψιαζόταν ότι θα ήταν διαφορετικό απόψε. 
Κυλιούνται μαζί μέχρι οι οργασμοί τους να γεμίσουν τα σατεν σεντόνια. Κόλλησε περισσότερο πάνω της, την κράτησε δυνατά μα και ταυτόχρονα τρυφερά και την έκανε να καίγεται από πόθο. 
Η ανάσα τους σταμάτησε ξαφνικά. Δε μπορούσε να επιστρέψει πια. Το οξυγόνο δεν τροφοδοτούσε το μυαλό. Η καρδιά σφυροκοπούσε να’ρθει πίσω στη φυσιολογική της λειτουργία. Λίγο πριν σκοτεινιάσουν όλα, τα σώματά τους αναλύθηκαν σε σπασμούς. Βίαια. Μεθυστικά. Αληθινά. 


Άπλωσε το χέρι για να νιώσει το γυμνό της δέρμα με κλειστά ακόμα μάτια, αλλά το μόνο που έπιασε ήτανε το άδειο σεντόνι. 
“Καλό ταξίδι” έγραφε το σημείωμα στο κομοδίνο, ούτε ένα “Τα λέμε” ούτε τηλέφωνο. 
Χαμογέλασε. Με ένα βλέμμα συνειδητοποιημένης δικαιολόγησης επέστρεψε στο κρεβάτι.

“Καλό ταξίδι, λοιπόν” είπε ο Ορέστης και κοιμήθηκε ξανά με το άρωμά της ακόμα ποτισμένο στο σώμα του. 




Καλό μήνα παίδες! ΧΧΧ