Saturday 28 August 2010

Το αίσθημα της ευτυχίας είναι αίσθημα αναδρομικό.

Δεν είμαι λάτρης της θάλασσας. Μάλλον την αποφεύγω. Η θέα της από κοντά δεν κρύβει για μένα καμιά δυνατή συγκίνηση, όπως συμβαίνει συνήθως σε πολλούς.  Μόνο με τους μήνες έχω μια σύνδεση..

Για χρόνια πολλά, ίσως σε όλη μου τη ζωή, κάθε φορά που πλησίαζε ο μήνας Αύγουστος, η ψυχή μου σφιγγόταν, λες και προσπαθούσε να χωρέσει μέσα σε μια στιγμή.

Ήταν ένα αίσθημα ανεξήγητο. Έμοιαζε με σκότωμα. Δεν ήταν αρρώστια, δεν ήταν μελαγχολική ροπή, απαισιοδοξία. Ερχόταν και έφευγε. Χανόταν, έσβηνε. Τώρα, το τελευταίο Σαββατοκύριακο του Αυγούστου νιώθω ότι κάτι έχω χάσει. Τί, άραγε; 

Οι εμπειρίες του μηνός είναι αναρίθμητες και ανυπολόγιστες. 

Γι'αυτό κι όταν ο πλούτος μιας εμπειρίας είναι μεγάλος, ζεις μαζί της χρόνο απεριόριστο.

Ο καιρός που περνά την τρέφει ακόμα περισσότερο. 

Γίνεται κάτι σαν το φόντο ενός πίνακα, όπου σε πρώτο πλάνο διαδραματίζονται οι σκηνές μιας ιστορίας στην οποία παρακολουθείς τον εαυτό σου να παίρνει μέρος, ενώ εσύ στο μεταξύ έχεις απόσπαστεί στο πίσω πλάνο, στο Αμετακίνητο.



Το ταξίδι κοντά σου δεν το ανακαλώ, βρίσκεται συνεχώς μπροστά μου.
Κι όταν ακόμη η καθημερινή μου ζωή ακολουθεί ένα ρυθμό καθημερινότητας, -πράγμα που, είναι αλήθεια, τείνει να χαθεί- η νοερή εικόνα που έχω στο μυαλό είναι αυτό το ταξίδι, που με βάζει κάθε στιγμή μπροστά στο μεταίχμιο όπου βρίσκομαι.

Το αίσθημα της ευτυχίας είναι αίσθημα αναδρομικό.

Friday 27 August 2010

Tης ζωής η μαρμελάδα


Δεν τον ήξερε. Ούτε τον γνώριζε. Ούτε έμελλε να τον γνωρίσει. Τότε ποιός ήταν λοιπόν;
Ήταν ο άγνωστος, ήταν ο ασαφής, ήταν της μνήμης της η προέκταση.

O χρόνος. Ο δικός μου κι ο δικός σου. Τίποτα, κανένας δε μπορεί να μας τον πάρει. Σήμερα το ξέρω καλύτερα απ’ότι χθές. 

Δε σε ονειρεύομαι. Δεν έρχεσαι συχνά να μου κρατήσεις συντροφιά. Αδειάζοντας από τις περιττές oυσίες μου που δεν γονιμοποιούνται από κανένα, είμαι δικιά σου, πιό απόλυτα, πιό αγνά, πιό αιθέρια, γιατί τώρα η σάρκα έχει αναχθεί στο μηδέν.. 

Απέναντι ο ουρανοξύστης μοιάζει να κοροιδεύει την εμμονή μου στα παλιά. Είναι ψηλός, αρσενικός, δεν καταλαμβαίνει. 

Γκρεμίζουν τα παλιά σπίτια δίπλα μου, μα δεν ξεριζώνουν τη δαπανηρή ζωή μέσα σ’αυτά, γιατί η ζωή είναι ενέργεια, δεν είναι δοκάρια. Οι μπουλντόζες, οι εκσκαφείς, δε μπορούν να αλλάξουν σε τίποτα την πολεοδομία της ψυχής μου. Οι εναέριοι κι οι υπόγειοι, τα τρένα, τα ελικόπτερα, τα λεωφορεία είναι όλα μαρμελάδες

Όλες οι πένες της ζωής μου κεντούν το υφαντό της ψυχής μου με ψιλοβελονιές. 

Είμαι έτσι μια στάλα ζύμης που που εσύ θα τη ρίξεις στο ψωμί για να φουσκώσει και να φάει ψωμιά ο κόσμος.

Η φωνή βαριά, σαν από πιάνο. Κι εγώ δε θέλω να’μαι πεσιμίστρια σ’έναν κόσμο που σπαράζεται, θέλω ν’ανέβω πάνω σ’αυτό το μαύρο κύμα, για να δώ πανώρια, πλουμιστή, τέτοια που αξιώθηκα ζωή. 

Με το χαρτί ξανάρχισα τον διάλογο. Έτσι κι εσύ με γνώρισες. 

Τα ίδια λόγια χωρίς τη μουσική, δεν σημαίνουν το ίδιο, αφού στη λέξη αγάπη βάζει εκείνον τον αναστεναγμό στο α, που εγώ στο χαρτί δε μπορώ να τον αποτυπώσω. 

Tuesday 17 August 2010

"Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ.."

Ο μήνας Άυγουστος φαντάζει σαν ένας απολογισμός του χρόνου

“Πέτυχα αυτό”.
“Πέτυχα κι αυτό”
“Απέτυχα σ’αυτό.”  X
“Αυτό άστο για φέτος.” ---

Mα έρχεται κάποτε η μέρα που το φώς του ήλιου εκδικείται. 
Έρχεται η μέρα που οι καυτές ηλιακτίδες φωτίζουν επιτέλους την αλήθεια

Καταμεσήμερα

Ένας ήλιος ψηλά στον ουρανό να υπόσχεται ειρήνη και έρωτα.

Η ανυπόφορη ζέστη δεν επιτρέπει κινήσεις. Η δράση, σαύρα χρυσή παραμένει στάσιμη κάτω από τη δύναμη του ήλιου. Υπάρχει μόνο η άμμος, που σιγοκαίει ύπουλα κι αργά, και η θάλασσα που ναρκωμένη κ ο ι μ ά τ α ι. 

Τα δέντρα και τα λουλούδια διαχέουν τα αρώματά τους, καμένο το χώμα καίει τα γυμνά πόδια. 

“Παπούτσια, παπούτσια!!”

Ο παράφωνος ήχος από τα τζιτζίκια προδώνει τον ύστατο πόνο τους και τρυπά την ηρεμία με οδύνη -που στους άμαθους ανθρώπους φαντάζει χαρά

Το ολοκληρωμένο καλοκαίρι και το στερνό παιδί του, ο Αύγουστος, κρατούν αιχμάλωτους τους μοναχικούς ανθρώπους. 

Και ποιός δεν είναι μοναχικός την σήμερον ημέρα θα μου πείτε τώρα!





Πλάι στη θάλασσα υψώνουν ομπρέλες, γυμνώνουν τα σώματα, χαράζουν κύκλο σκιάς στην άμμο και προσμένουν να’ρθει η χαρά. 
Μέσα στον κύκλο που η σκιά της ομπρέλας ορίζει, ο καθένας ονειρεύται την δική του πορεία. 
Δεν τολμούν λοιπόν να κουνηθούν και έτσι αφήνουν ελεύθερη μονάχα τη ματιά τους να πάει να βοσκήσει κρυφά σε βουβά μονοπάτια -που ενίοτε είναι  κι απαγορευμένα

Στο σπίτι με τους πυρωμένους τοίχους και τα ο λ ά ν ο ι χ τ α παράθυρα, αλλιώς μιλούν οι σκέψεις, αλλιώς ηχούν αισθήματα και αντιλήψεις. Χρόνια απέφευγες τη γνώση.Όχι πως δεν ήξερες την αλήθεια, αλλά έκανες τον βλάκα, για να περνάς ανώδυνα και βολικά ή για να διασώσεις κάπως την αγάπη κατι την συμπάθεια μέσα σου. 

Οι άνθρωποι -να ξέρεις- μεταφέρουν πόθους, σκέψεις σκοτεινές, επιθυμίες ανομολόγητες, που κάνουν τον ήλιο να μένει αδιάφορος. 

Τα καϊκια επιστρέφουν φορτωμένα ψαριές και η κορφή του βουνού βγάζει σύννεφα, κυπαρίσσια και ελιές μας φωνάζουν:

“Ζήστε.. ζήστε.. δε σας απομένουν και πολλά καλοκαίρια. Ο χρόνος περνά και αλέθει.. και ποιός θυμάται ύστερα αμαρτίες και λόγια;”.

Saturday 14 August 2010

Μάθημα πατριδογνωσίας

“Η πατρίδα κορίτσι μου, είναι η δεύτερη σου μάνα. Απαρνείεσαι ποτέ τη μάνα σου;” τα μάτια του έμοιαζαν με μάτια εφήβου, γεμάτα ζωντάνια, πόθο για ζωή, αισθήματα. 
“Όπου κι αν πας η ερώτηση πάντα ίδια θα’ναι: Από πού είσαι; Είσαι από εκεί που γεννήθηκες. Αυτή είναι η πατρίδα σου. Εδώ που μεγάλωσες. Διότι, τέτοιο νησί, κορίτσι μου, δεν υπάρχει ούτε στην Αμερική” . Κι ας μην έχει βγει ποτέ από το χωριό του ο παππούς. 

“Αυτοί που φύγανε, και κάνουν χρόνια και δεκαετίες να’ρθουν πίσω, στο τέλος εδώ γυρίζουν. Πονάει η ξενιτιά. Πονάει σαν αγκάθι τρυπωμένο στην ψυχή και στην καρδιά. Σαν πληγή ανοιχτή που η μόνη της γιατρειά είν’η επιστροφή”.

Η νοσταλγία, γίνεται θηρίο ανήμερο και ο πόθος παραμένει για πάντα άσβεστος. “Θα πάω παππού, μια μέρα στο σπίτι σου, να περπατήσω στους τόπους που περπατούσες και εσύ, να ζήσω μια μέρα Δική σου”..κι ύστερα θα φύγω.

Γιατί δε μπορώ να πάω πίσω όταν “χρωστάω” στον τούρκικο στρατό. Εξάλλου, πώς να πας όταν είσαι πια ξένος. Πώς να πας όταν πλέον η πατρίδα άρχισε να χάνει το νόημά της. Πώς να πας όταν όλα πλέον άρχισαν να χάνουν την αξία που είχαν. 


Κι άντε να εξηγήσεις τώρα στον παππού..

Μετά από 36 χρόνια, βρήκα τον τόπο αδιάφορο, ανοίκειο, και μισή μου πατρίδα ξερή, βαθιά λαβωμένη. Συνάντησα Τούρκους καλλιεργητές στα χωράφια σου, έρημο το χωριό σου, στο σπίτι το πατρικό “ξένα παιδιά, ξένα γελάδια”.  

Εσείς οι μεγάλοι δεν αντέχετε πλέον να βλέπετε έτσι το νησί. Μισό. Γιατί το μάθατε ως ένα. Τ’αγαπήσατε ολάκερο σαν μια πατρίδα. Το ξέρω. Το βλέπω. 


Μα και οι νέοι, αναζητάνε τις ρίζες τους. Έχουν την ανάγκη ν'ανήκουν σε μια πατρίδα. Μια πατρίδα γλυκιά, χωρίς τον μιναρέ, τον Χότζα, την τούρκικη σημαία. 

Γιατί κι’αυτοί, ΑΥΤΟ μάθανε. 

Τί απομένει δηλαδή; Ένα χάσμα αγεφύρωτο. Κι άντε να το φτιάξουμε.

Έμεινε όμως ένα τσιγάρο να φέγγει στη νύχτα από εκείνη τη μέρα. Σαν σήμερα.
Δυο πράγματα θυμάμαι: Το τσιγάρο και το ΓNΤΟΥΠ που έκανε το σώμα του σαν έπεσε.  


Η καύτρα του τσιγάρου και το πείσμα να ζεις και να πεθαίνεις ελεύθερος. Γιατί υπήρξαν άνθρωποι που έδωσαν και συνεχίζουν να δίνουν μαθήματα πατριδογνωσίας χωρίς μίσος, χωρίς δεύτερες σκέψεις. 



Το τσιγάρο ήταν και θα είναι τo φύλλο δάφνης του. 


Υ.Γ. Ίσως θα'πρεπε σήμερα να γράψω κάτι για  το αεροπορικό δυστύχημα, με μπόλικα  "πρέπει", με μπόλικα "γιατί". Μα έλα που το χέρι και το μυαλό μου αρνούνται.  

Monday 2 August 2010

Η μοναξιά γαρ μοίρα κοινή


Τη μοναξιά εγώ τη φλέρταρα από παιδί. Κι όταν την κοίταζα κατάματα πάντα ασκούσε πάνω μου μια τεράστια επιρροή με ένα ύφος μπλαζέ, με την αίσθηση των ανθρώπων γύρω. Μ’άφηνε να περιπλανιέμαι σε ακτίνες χιλιομέτρων με ένα βλέμμα  γεμάτο πόνο. Με ένα ποτήρι μισογεμάτο, ποτό πικρό που με πότιζε σταγόνα-σταγόνα τη σιωπή. Με μια βενετσιάνικη μάσκα να υποδύομαι την χαρούμενη και ευτυχισμένη Άλλη.  Με ένα τσιγάρο στο χέρι, στην άδεια πλατεία. 

Μ’έναν χάρτη ανοιχτό, σε ένα αιώνιο κυνήγι θησαυρού. Με ένα κόκκινο μαντήλι να πετάει στον άνεμο, στο λιμάνι, στο αεροδρόμιο, στην αποβάθρα, στο τεράστιο γυάλινο παράθυρο. Στους δρόμους. Με ένα τελευταίο δάκρυ που αφήνει την υπόλοιπη μου ζωή στεγνή, αποσταγμένη. 

Αλλά ο φόβος της μοναξιάς, τελικά, κερδίζει κάθε άλλη μοναξιά. Αυτή, βάζει όρια σε μια ψυχή που αγνοεί τα όρια. Εκείνη, γεμίζει ψέματα, μια ζωή που αγαπά το γνήσιο.

Κι έτσι, σε μια στιγμή,  εύκολα και απλά φορτωνόμαστε μια αλυσίδα συμβιβασμούς, σε επίπεδο φιλίας, επαγγέλματος και νοσταλγίας, σε επίπεδο έρωτα, επιδιώξεων, κοινωνίας και φιλοσοφίας. Ό,τι μάθαμε, μάθαμε. Ας μην αλλάξουμε τα “σίγουρά” μας. Ό,τι πάθαμε, πάθαμε. Απλά μένουμε στάσιμοι να κοιτάζουμε το παρελθόν. Και ξεχνάμε το μπροστά, το μέλλον.  Στο μεταξύ, τρέχει ο χρόνος. Εις βάρος μας. 

Κι εμείς χανόμαστε μέσα στην εξωτερική πραγματικότητα αγνοώντας πως όλα αυτά είναι δικό μας δημιούργημα. Με αποτέλεσμα, τα όριά μας να μην τα μάθουμε ποτέ.

Υ.Γ.:  αφιερωμένο σ’όσους φοβούνται και σε όσους δε φοβούνται. 
          Η μοναξιά γαρ μοίρα κοινή. 

Η διαφορά υποψιάζομαι, ίσως να βρίσκεται στην Γνώση. Και όσον αφορά αυτήν ειδικά, θέλω να ελπίζω πως ίσως να έρχεται μ’ένα απειροελάχιστο, έστω δείγμα γαλήνης.