ΗΣΥΧΙΑ
Ήταν ένα καλοκαίρι άσπρο. Παιδικό. Χαλαρό.
Στεκόμουν σε ένα μεγάλο άσπρο διάδρομο. Στην άκρη δεξιά η μικρή άσπρη ταμπέλα έγραφε ΗΣΥΧΙΑ. Άσπρος ο διάδρομος, άσπρο το δωμάτιο, άσπρο πρόσωπο, άσπρα χείλη. Και τώρα -πλέον- άσπρη μνήμη.
Στεκόμουν στο παράθυρο. Με πείσμα κοιτούσα τα δέντρα. Τον κήπο. Τα αυτοκίνητα στο δρόμο. Τρόμαζα, γύριζα πάλι μέσα.
Στο διάδρομο έγραφε ΗΣΥΧΙΑ.
Δεξιά και αριστερά αριθμοί.
Πόρτες-αριθμοί.
Δάκρυα.
Έκανα ένα βήμα αποφασιστικό. “Όλα καλά θα πάνε. Θα περάσει, θα δείς.”. Κι ας ήξερα ότι αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ.
Έπειτα ήταν το πρόσωπό του.. Ίσως όχι το πρόσωπο. Τα χέρια.
Τα χέρια του που έκλειναν γύρω μου κάποτε, τώρα έπεφταν άξαφνα στο πλαι, μπροστά στα έκπληκτα μου μάτια. “Μην τα παρατάς. Θα δεις. Όλα θα πάνε καλά”.
Τί θα πεί ησυχία; Δεν νομίζω να με ενοχλούσε ως λέξη.
Μια λέξη είναι μια λέξη.
Δε λέει τίποτα αν δεν θέλεις να λέει ΗΣΥΧΙΑ.
Που θα πει ίσως “αγάπη”, “φόβο”, “θάνατο”.
“Δεν έχει αέρα εδώ μέσα!” η φωνή του.
Άνοιγα έντρομη το παράθυρο. “Είναι καλύτερα τώρα;”, ρωτούσα.
Ο αέρας έμπαινε μέσα αβίαστα. Οξυγόνο. Τώρα όλα έπερναν το σχήμα από κλειστό άσπρο δωμάτιο.
Αποκτούσαν οσμή.
Αλλά η νοσοκόμα επέμενε: “Το οξυγόνο είναι άοσμο”.
“Ε, τότε τί μυρίζει;”
“Eυχήσου να μην έρθει ο θάνατος”, μου είπε. Το ευχήθηκα. Εύκολα.
Με αγκάλιαζε με εκείνες τις πελώριες ζεστές παλάμες του που καθόριζαν τον χώρο μου, σημάδευαν τις μέρες, τις ανάσες μου. Και μετά..
“Αναπαύεται”. Τη λέξη την είχε πει η μάνα του. Τότε. Ήταν μια λέξη άστοχη. Εντελώς ψεύτικη. Όλες οι λέξεις που χρησιμοποίησαν τότε μου φανήκανε ψεύτικες. Τις θυμάμαι ακριβώς για αυτό.
Αναπαύεται.. Κοιμάται.. Ελαφρό το χώμα.. Αιωνία η μνήμη..
“Ψέματα!”φώναξε. Θα το εξακρίβωνε ο ίδιος. “Μην πας. Μείνε εδώ.” Στην ΗΣΥΧΙΑ.
Έκανε δυο βήματα πίσω. Είπε “Φύγαμε”, όπως θα έλεγε “Πονάω”. Είπε “Πονάω” αντί να πεί “Βοήθεια”.
Ακόμα και σήμερα η εικόνα του άσπρου καλοκαιριού μου φέρνει μια αντίρρηση. Τα χέρια του ανοιχτά. Το κορμί μου μετέωρο.
Ο ουρανός, ο αέρας, το οξυγόνο.
Tίποτα δεν είναι αιώνιο. Ο θάνατος, η ζωή, η αγάπη, ο έρωτας.
Ναι, κι'αυτό.