Saturday 16 October 2010

“..Όμορφη που’ναι η ζωή.. όμορφη που’ναι η αγάπη..”

Αυτός, είχανε πεί, πέθανε από μαρασμό. Κάτι δεν πήγαινε καλά στον οργανισμό του και δεν μπορούσε να πάρει μέρος στη ζωή των άλλων παιδιών. Κάτι τον εμπόδιζε. 

Της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτό. “Μπορεί να πεθάνει κανένας απ’αυτό; Επειδή δε γελάει;”

Του το’χε πει αυτό, μια μέρα που έκλαιγε γιατί, λέει, δεν την αγαπούσε πια. “Δεν πεθαίνεις μόνο με όπλο, με φαρμάκι  ή με μαχαίρι. Πεθαίνεις και από κάτι που σου λείπει. Από τη χαρά, από την ανάσα, από την αγάπη άμα σου λείψει..”

Πες μου τώρα.. τώρα.. τη λέξη. Αντί για όπλο. Αντί για όπλο μια λέξη! Θα τη βρεις εσύ, δεν μπορεί! Μια λέξη μπορεί να σκοτώσει άνθρωπο. Το ξέρεις εσύ αυτό. Γι’αυτό πρέπει να τη βρεις εσύ αυτή τη λέξη. Πρέπει. Γρήγορα. Τώρα. 

Δε γύρισε. Δεν κοίταξε. Δεν είδε. Έβλεπε τα χέρια του. Ώρες. Όσες ώρες της έμεναν. Έβλεπε. Άκουγε. Κάτι λόγια που στην αρχή της είχαν φανεί ακατάληπτα. Κάπου-κάπου ξεχώριζε μια λέξη επέστρεψε αρκετές φορές σε ρυθμό υπαγορεύσεως. Ρυθμικά. Ώσπου χανόταν. Τότε ερχόταν μια άλλη. Πάλι μια λέξη μόνη της. Χωρίς άρθρο. Χωρίς καμιά συνοχή με τις προηγούμενες. Με τις άλλες που ακολουθούσαν. Καμιά. Η λέξη “ψυχή” ας πούμε. 

Αυτό γινόταν πολύ ώρα. Πάρα πολλή. Δε μπορούσε να υπολογίσει σωστά. Ξαφνικά κατάλαβε γιατί δε μπορούσε να ακούσει ολόκληρη μια φράση. Ολόκληρο το νόημα. Από την αρχή ως το τέλος. Τίποτα. 

Άκουγε τις φωνές. Καθαρά. Τους ήχους. Τα φωνήεντα. Τα σύμφωνα. Τα κενά αναμεσά τους. Καθαρά. Χωρίς να μπορεί ωστόσο να φτιάξει μ’αυτά ένα σύνολο. Γιατί άξαφνα ανάμεσά τους είχε εισχωρήσει σαν αέρας μια παιδική φωνή. Η δική της. Δέκα χρονώ πάνω κάτω, με τα χέρια σφιγμένα, σαν να΄λεγε προσευχή. Άκουγε τις νύχτες το τραγούδι. Ξυπόλυτη, με το άσπρο νυχτικό της, όρθια μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Η φωνή που τραγουδούσε ήταν ζεστή και βαθιά, φωνή άντρα, από πολύ κοντά “..Όμορφη που’ναι η ζωή.. όμορφη που’ναι η αγάπη..”.

Έπαιζε και στην κιθάρα τον σκοπό κι ολοένα εκεί γύριζε το τραγούδι, κι ας είχε κι άλλα λόγια, εκείνη δεν τ’άκουσε ποτέ καθαρά. Αυτή η στροφή μόνο ήταν που είχε σημασία φαίνεται, γιατί όλο σ’αυτήν γύριζε η φωνή “..Όμορφη που’ναι η ζωή.. όμορφη που’ναι η αγάπη..”.

Σηκώθηκε όρθια. Κτήρια ψηλά και’κείνο το αεράκι που τις έφερε μαζί τη μυρωδιά της βροχής στο πρόσωπο. Έκλεισε τα μάτια. Την πονούσαν βαθιά μέσα, δυο σκληροί πέτρινοι σβόλοι. 


Να μην κλάψεις. Να λες κάθε μέρα ένα τραγούδι. Θα είναι πιο εύκολο έτσι. 

1 comment:

Απολ Ταρτ Ταταν said...

Ωραία η τελευταία συμβουλή. Σε περιόδους κρίσεις τα σσίλη μου πάντα πιάνουν κάτι στίχους που τραουδά πάντα ο παππούς μου.
Όταν ήμουν παιδί, πριν γνωρίσω το δάκρυ, είχα πλάσει μια αγάπη φανταστική. Άσχετο, αλλά παρηγορητικό.