Wednesday 30 June 2010

Κεφάλαιο ΙΙ- Η Ίριδα και ο Ορέστης


Η Ίριδα λάτρευε το όνομά της. Της απέδιδε όσα αυτή επιθυμούσε να έχει ως άνθρωπος, μα και όλα όσα οι άλλοι ζητούσαν απ’αυτήν. Περήφανη και ορμητική σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Η μόνιμη μεσολαβήτρια ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς, μεταφέροντας μηνύματα και αισθήματα. Ισορροπούσε τους πάντες και τα πάντα μέσα από τη δική της ύπαρξη. Ανάλαφρη και αεικίνητη.

Μα ψες είχε έναν ύπνο ταραγμένο, περίεργο, γεμάτο σκιές και αμφιβολία για τα όσα συνέβαιναν και επρόκειτο να συμβούν. Είχε σηκωθεί νωρίς σήμερα. Ξαπλωμένη στον κόκκινο καναπέ του ξενοδοχείου της στο Ναύπλιο, διάβαζε. Μα στο μυαλό της τρικύμμιαζαν έρωτες. 

Αργότερα θα πήγαινε για κολύμπι. Κολυμπώντας άφηνε το μυαλό της ελεύθερο, να δημιουργεί ιστορίες που έλαμπαν κάτω από τον δυνατό ήλιο της Μεσογείου. Aχτίδες του μυαλού της που φεγγοβολούσαν για μερικές στιγμές και μετά αφήνονταν να τις πάρει το κύμα.  Το άγγιγμα της θάλασσας πάνω στο δέρμα της, της προκαλούσε μια αίσθηση ύπαρξης και συνύπαρξης. Κι’αυτό το χρειαζόταν. 

Η τυχαία συνάντησή της ψες με τον 40χρονο Ορέστη Σερίδη την είχε αναστάτωσει. Είχε προσέξει τα μάτια του να την παρακολουθούν καθ’όλη τη διάρκεια της βραδιάς, και ένιωθε ότι το ενδιαφέρον του ήταν περισσότερο από το τυπικό. Και αυτό της άρεσε και ας μην το παραδεχόταν ούτε καν στον ίδιο της τον εαυτό.
Θα μπορούσε να ήταν και αυτός ακόμα μια περιπέτεια του τύπου ραντεβού-σπίτι-πήδημα-γειάσου. 
Κι όμως.. Ο Σερίδης της έβγαζε κάτι διαφορετικό.



-Η πεζότητα δεν είναι πάντα αρνητικό προσόν αγαπητή μου, απάντησε ο Σερίδης και η Ίριδα βιάστηκε να αλλάξει θέμα συζήτησης.

-Αληθεύει ότι θα επεκταθείτε και στο Λονδίνο κύριε Σερίδη;

Τί νοιάζει τώρα αυτή την πανέμορφη γυναίκα, αν θα “επεκταθούμε” ή όχι; Ποιός της έμαθε τέτοιες ανέραστες λέξεις; Ένα πλάσμα που το λένε Ίριδα και που θα πρέπει να νοιάζεται μόνο για την αγάπη και το πάθος δεν επιτρέπεται να ασχολείται με “επεκτάσεις” και “αλήθειες”.

-Λέγεται, ότι θα επεκταθείτε στην Αγγλία, αληθεύει;
Τα μαύρα μαλλιά τραβήχτηκαν από το απαλό χέρι, που απέμεινε να κρατάει την τελευταία τούφα. 

-Μ’ακούτε, κύριε Σερίδη;

Ο Σερίδης είχε την εντύπωση ότι τράβηξε εκεί μπροστά του το μαύρο της στρίνγκ και τον προκαλούσε να δώσει σημασία σε αυτό που του’δειχνε. Καί της έδινε την απόλυτή του προσοχή, εννοείται. 

-Λοιπόν; ρώτησε η Ίριδα και τράβηξε το χέρι της σαν να τελείωσε εδώ η πρόκληση-πρόσκλησή της. 

-Ίριδα, μου επιτρέπεις να σε λέω Ίριδα; Να σου μιλάω στον ενικό;
Αυτή κούνησε το κεφάλι της. Ο Ορέστης το πήρε ως θετική απάντηση και προχώρησε.
-Δεν επιτρέπω ποτέ την επαγγελματική μου ζωή να είναι η αφετηρια μιας νέας γνωριμίας. Και πόσο μάλλον μιας γνωριμίας σαν και τη δική σου. Μα δυστυχώς, ένας μεγαλύτερος άνθρωπος, πολύ συχνά, αξιολογείται μόνο βάση της δουλειάς του και όχι της σκέψης του, ούτε της πνευματικής του ανέλιξης. 

-Κύριε Σερίδη..

-Ορέστη σε παρακαλώ. Δεν είπαμε ενικό;

-Ναί. Ορέστη λοιπόν! Μεγάλος άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τα χρόνια να τον βυθίζουν. Νομίζεις ότι σε γερνούν μόνο τα χρόνια Ορέστη; Σε γερνούν και τα δευτερόλεπτα. Σε γερνάει η κάθε στιγμή που πάει χαμένη. Και δεν ξέρω για την πνευματική σου υπόσταση ή σκέψη, γιατί πολύ απλά δεν σε γνωρίζω τόσο καλά. 

Τα μάτια της έριχναν σπίθες καθώς μιλούσε και το βλέμμα της έντονο σαν λέαινας, ζωγράφιζε την κάθε της λέξη με πάθος.

-Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, είπε ο Ορέστης.

Ο Ορέστης εκπλησσόταν όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε μαζί της, και η ώρα κυλούσε γρήγορα και ευχάριστα. Έβρισκαν κοινά σημεία απόψεων και η συζήτηση έμπαινε σε πεδία που από καιρό τώρα ο καθένας τους δεν είχε θίξει.

Η ροή όμως, διεκόπηκε από το χτύπημα του κινητού του.

-Ναι, Γκίκα. Σου είπα θα το κοιτάξω αργότερα. Ίσως αύριο. Α! Εντάξει. Ναί. Οκ. Θα το δω όσο πιο γρήρορα μπορώ τότε. 
Έκλεισε με θυμωμένο ύφος το κινητό. 

-Θα το σπάσεις.. προειδοποίησε η Ίριδα.
Ο Ορέστης χαμογέλασε. 

-Πού είχαμε μείνει;

-Στον Γκίκα. Δεν περίμενα να γνωρίζετε και διάσημους συγγραφείς..

-Τον γνώρισα πριν πολλά χρόνια στο Λονδίνο, τότε που δεν ήταν διάσημος ούτε και συγγραφέας. Και σήμερα φυσικά, το ίδιο παραμένει. Ούτε το ένα ούτε το άλλο.

-Γιατί το λες αυτό; Επειδή έχει να γράψει 10 χρόνια; Εξακολουθεί να παραμένει αγαπητός και γνωστός στους Έλληνες.

-Κι εγώ αν έπινα από το πρωί ώς το βράδυ, Ίριδα, κι εγώ θα γινόμουν αγαπητός και γνωστός στην Ελλάδα. Επειδή θα με λυπούνταν και για τίποτα άλλο.

-Απ’όσο ξέρω ο Γκίκας, δεν πίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ αλλά από το βράδυ μέχρι το πρωί. Κι έπειτα, κάνει τα πάντα για να μην προκαλεί την λύπηση του κόσμου, αλλά το μίσος του. Τσακώνεται και αντιδρά με όλους και με όλα.

-Αυτό όντως αληθεύει.. Ξέρεις πώς ζει; Τώρα μόλις θα ξεκινάει η μέρα του. Στις 12 το βράδυ. 
Τίναξε το αριστερό του χέρι με δύναμη και το κράτησε σε ορθή γωνία σαν έκπληκτος για την ώρα που έβλεπε.

-Πήγε 12 κιόλας. Θα πρέπει να φύγω. Ίριδα..

Η Ίριδα προαισθανόμενη την ερώτηση που θα ακολουθούσε για να περάσουν το βράδυ μαζί, τον σταμάτησε.

-Ναι, και εγώ πρέπει να ξυπνήσω νωρίς αύριο. Έχω κάποιες δουλειές που πρέπει να προλάβω πριν φύγω από το νησί.

Αργότερα αναρωτήθηκε γιατί απέφυγε την πρότασή του. Συνήθως δεν την ενοχλούσαν τέτοιες προσκλήσεις. Συνήθως δεν σκαρφιζόταν ψέματα.

Ο Ορέστης κατάλαβε ότι οι προθέσεις του θα έπεφταν στο κενό για την ώρα, αλλά δεν θα τα έβαζε κάτω. Πολεμιστής.

-Οκ τότε. Ας πάμε άυριο για φαγητό. Βραδάκι στις 8. Στο εστιατόριο “Ζαρώπα” στο κέντρο του Ναυπλίου.

Η Ίριδα εκπλάγηκε. Δεν περίμενε τέτοια πρόταση. 

-Ναί. Γιατί όχι! Τα λέμε αύριο τότε..

Tινάχτηκε σαν να την διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα και απομακρύνθηκε διακριτικά από τον Ορέστη που βάλθηκε να καληνυχτίζει όλους τους γνωστούς του.


[...]

Ξαπλωμένη στην παραλία κοίταζε το ρολόι. Πώς έφτασε τρεις το μεσημέρι και δεν καταλάβε; Θα επέστρεφε στο ξενοδοχείο. Είχε ακόμα πολλά να κάνει προτού ξεκινήσει να ετοιμάζεται για το βράδυ, και η ώρες στο Ναύπλιο κυλούσαν τόσο γρήγορα.. 



Το τελευταίο κεφάλαιο αύριο..

Monday 28 June 2010

Κεφάλαιο Ι - Η μοιραία συνάντηση

Τα ραντεβού θα’πρεπε να ήταν πάντοτε ευχάριστα. Αυτή η σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του Ορέστη Σερίδη, καθώς η μυρωδιά του γαλλικού καφέ γαργάλιζε την μύτη του και ξυπνούσε τις αισθήσεις του. Η πρώτη σκέψη της ημέρας. Του φετινού καλοκαιριού, εαν το καλοσκεφτείς. 

Ο Ορέστης μισούσε το όνομά του. Και το μισούσε ακόμη περισσότερο, όταν το άκουγε από τα χείλη μιας ωραίας γυναίκας όπως χθες το βράδυ. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν το τελευταίο ή αν απ’αυτό ξεκίνησε για να μισήσει όλα όσα τον περιτριγύριζαν, και προπαντός όσα δεν τον περιτριγύριζαν, και του έλειπαν δεόντος. 

Όσο ήταν μικρός και έφηβος, οι γονείς του, οι δασκάλοι του, ακόμα και όλες οι γκόμενές του πίστευαν ότι με τέτοιο όνομα ήταν μοιραίο κάποια στιγμή να αναδείξει την δυναμικότητα και την αποφασιστικότητα ενός πολεμιστή. Και όντως στήριζαν την υπόθεση τους σε πολλούς λόγους. Παντού ο Ορέστης ήταν ο πρώτος και όλοι οι άλλοι τον ακολουθούσαν. Ξεχώριζε σαν αετός ανάμεσα σε σπουργίτια. Δεν ήταν παράξενο λοιπόν, που οι γυναίκες τον ξεχώριζαν μέσα σε πλήθη αντρών.

Και δεν ήταν ούτε παράξενο, που η Ίριδα, η πλέον ανερχόμενη Ελληνίδα συγγραφέας, γνώριζε το όνομά του. Ο Ορέστης καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι και υποπτευόταν ότι η μοίρα του είχε πλέον κατασταλάξει. 

Η Ίριδα Φωτιάδου ήταν γνωστή και διάσημη σε όλη την Ευρώπη για τα ρομαντικά και ερωτικά της μυθιστορήματα, κι αν την διεκδικούσε ο Ορέστης Σερίδης, ο πλουσιότερος Έλληνας εφοπλιστής, κανείς άλλος δεν θα ήταν σε θέση να την κατακτήσει. Γιατί, από την πρώτη στιγμή που την είδε, αυτός ήταν ο σκοπός του. 
'Και ο σκοπός του πεπρωμένου', φώναζε το μυαλό του.

Η νεαρή 26χρονη συγγραφέας ντυμένη με ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, άφηνε την πλάτη σε ανοιχτή θέα με τέτοιο τρόπο που το υπέροχο άσπρο δέρμα της τονιζόταν περισσότερο από τα μαύρα μακριά μέχρι την μέση της μαλλιά, που έμεναν να αιωρούνται σαν να ζητούσαν κάποιον να τα κρατήσει, κάποιον να εξακριβώσει την αληθινή τους υπόσταση.

-Δε σας βλέπω να το διασκεδάζετε και πολύ.  

Ο Ορέστης, σήκωσε απότομα το κεφάλι του. Ναί, απευθυνόταν σε αυτόν η παρατήρησή της. 

-Τα φιλανθρωπικά πάρτυ δεν είναι και το καλύτερό μου.

-Ωραία λοιπόν, κύριε Ορέστη Σερίδη. 

Ήξερε το όνομά του. Αυτό του έδινε ένα μικρό προβάδισμα μα και την πρώτη λάμψη ελπίδας για την κατάκτηση αυτής της μικροκαμωμένης νεράιδας.

Αλλά, πού σκατά έβρισκε το 'Ωραία, λοιπόν;'. Στο όνομά του; Στο ότι ήταν ο ιδιοκτήτης της γνωστής ναυτιλιακής εταιρίας, συνώνυμη με το ίδιό του το επίθετο; 

-Τα λέμε αργότερα, λοιπόν;

Τί ζόρι τραβάει με αυτή τη λέξη; 'Λοιπόν'. Ο Ορέστης την συγχαινόταν. Τί σημαίνει 'λοιπόν;'. Ίσως 'σίγουρα'. Ίσως 'ποτέ'.

Περιμένοντας την απάντησή του, έφερε το δεξί χέρι στο αριστερό μέρος του προσώπου της και τράβηξε τα μαλλιά προς τα πίσω φανερώνοντας περισσότερη ομορφιά και αυθάδεια. Κι αυτά τα μάτια. Ο Ορέστης έμεινε να τα κοιτάει έκπληκτος σαν να επρόκειτο για κάποιον νέο ωκεανό, άγνωστο ακόμα και στον πολυταξίδευτο εαυτό του.

-Ναί, θα τα πούμε σε λίγο, είπε καθαρά, σαν να ομολογούσε μια γενναία πράξη που δεν τον ένοιαζε αν μ’αυτή θ’άναβε φωτιές που δύσκολα θα έσβηναν και που ίσως έφερναν και την καταδίκη του. 

Καθώς την έβλεπε να απομακρύνεται στο μυαλό του ήδη παίζονταν οι σκηνές της αποψινής βραδιάς, στο διαμέρισμά του, στο κρεβάτι του, στην αγκαλιά του. Ακόμη μια δικιά του κατάκτηση. Εξάλλου ήταν πολεμιστής, δεν ήταν; Το δήλωνε το όνομά του εδώ και αιώνες. Το δήλωνε ο τεράστιος αριθμός γυναικών που πέρασαν από τα χέρια του. 

Μετά από δυο-τρείς, απαραίτητες για το πρόσωπο της εταιρίας, συζητήσεις με σημαντικούς μετόχους, ανυπόμονος για διεκδίκηση, έψαξε για την νεράιδα με το μακρύ μαύρο φόρεμα και το διαμαντένιο κολιέ που αγκάλιαζε τον λαιμό της σαν επίδοξος εραστής. Την εντόπισε στο κοντινότερο παράθυρο να κοιτάζει έξω προς τον κήπο, σκεφτική, με τα δάκτυλά της να σχηματίζουν κύκλους γύρω από το στόμιο του γεμάτου με σαμπάνια ποτηριού της. 

-Δεν νομίζω να είναι η κατάλληλη στιγμή για ονειροπώληση τώρα. 

Την ξάφνιασε με ένα άγγιγμα στην γυμνή της πλάτη. 

-Μα δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή κύριε Σερίδη, μόνο κατάλληλες σκέψεις. 

-Πού να δείς τις δικές μου σκέψεις τώρα, μίλησε χωρίς να το πολυσκεφτεί. 

Δεν ήξερε αν έπρεπε να μετανιώσει ή όχι γι’αυτό που είπε και περίμενε την αντίδρασή της. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο σιωπηλά, μέχρι που τα μαλλιά της επαναστάτησαν πάλι, σαν να είχαν δική τους θέληση, και σαν μαύρο πέπλο κάλυψαν και πάλι το μισό της πρόσωπο. Ο Ορέστης, περίμενε να σηκώσει το δεξί της χέρι και να αποκαλύψει για ακόμα μια φορά ολόκληρό της το πρόσωπο, όπως συνήθιζε. Και όντως, κάποια στιγμή το έκανε, όμως το βλέμμα της είχε τώρα μια πονειρότητα και το ύφος της μια αναίδεια, σαν εκείνο της γάτας που αρνείται να αφήσει τον οποιονδήποτε να χαλάσει το βόλεμά της πάνω σ’έναν τεράστιο καναπέ. 

-Δεν διαβάζω μυαλά, κύριε Σερίδη. Γράφω για μυαλά. 

Τα μαλλιά της πέσανε πάλι και ξανασηκώθηκαν από το γυμνό της χέρι. Ο Ορέστης είχε αρχίσει να’χει την εντύπωση ότι κάθε τόσο ξεφορτωνόταν με το χέρι της και κάποιο ρούχο, φανερώνοντάς του ένα ερωτικό σημείο του σώματός της. 

-Μα πού να ξέρετε εσείς απ’αυτά. Η πεζότητα κυριαρχεί τη ζωή σας. Και μπορώ να στοιχηματίσω με σιγουριά ότι ήδη στο μυαλό σας με φαντάζεστε γυμνή στα τέσσερα. 

Ο Ορέστης έμεινε για λίγο άναυδος. Τί λέει αυτή ρε μαλάκα, ρώταγε τον εαυτό του. Μήπως όντως διαβάζει το μυαλό μου και με κοροιδεύει μπροστά στα μάτια μου;


Συνεχίζεται...

Tuesday 22 June 2010

Και χάνω το ενδιαφέρον μου..




Η διάσταση του χρόνου θ ρ υ μ μ α τ ί σ τ η κ ε


Αδυνατούμε να αγαπήσουμε ή να σκεφτούμε έξω από τα θραύσματα του χρόνου. 


Και με το κάθε θραύσμα να σβήνει κατά μήκος της πορείας του και να εξαφανίζεται, η ζωή περνά.

Θα'ταν καλά κάπου-κάπου να σταματάμε την συνεχή επιδίωξη μας για ευτυχία και να'μαστε α π λ ά Ευτυχισμένοι



Η απόλυτη πλήξη φέρνει Ανοία.

Η Πλήξη οσάν το γήρας ουκ έρχεται μόνη

Στασιμότητα. Η καλή της φίλη.

Αυτή φέρνει και την Απραξία.

Η Κύπρος μου προκαλεί ένα είδος αθέλητης, μα επιβαλλόμενης, παύσης.

Η Παύση μερικές φορές οδηγεί στην ευφορία. Στην εγρήγορση. Στην Δημιουργία.

Μα τις πλείστες φορές, με στριμώχνει στον τοίχο της αβεβαιότητας.
Με κρατά εκεί ακίνητη. 

Και πάνω απ'όλα με κρατά Σ τ ά σ ι μ η.

Αν η ζωή είχε περισσότερο Έρωτα θα'χε περισσότερο ενδιαφέρον. 

Μα αδυνατώ να επενδύσω. Να κολλήσω σε κάτι για πολύ καιρό. 

Πώς με βρίσκει κάθε φορά εξ απροόπτου η Κυρία Ματαιότης.. Και χάνω το ενδιαφέρον μου..

Wednesday 16 June 2010

Να ζούμε το Τέλος μας

Το να είσαι Άνθρωπος σημαίνει να ξέρεις την Τέχνη του Χρόνου. 

Την Τέχνη της σιωπής

Την Τέχνη της απομάκρυνσης από τους ανθρώπους. Να τους αφήνεις να κουλουριαζονται σαν έμβρυα στη μήτρα του πεπρομένου τους. 

Την Τέχνη της προετοιμασίας για να συλλέξεις τα θριμματισμένα σου κομμάτια. 

Το πιο άδικο πράγμα στη ζωή είναι ο τρόπος που τελειώνει. Η ζωή είναι σκληρή. Σκληρή σαν πέτρα που σπάζει σε άπειρα κομμάτια το παράθυρο της Ζωής

Τί παίρνουμε στο τέλος της Ζωής μας; Ένα Θάνατο

Γι'αυτό σου λέω..

"Ο κύκλος της ζωής θα’πρεπε να ξεκινάει ανάποδα."

Να πεθαίνουμε πρώτα, να τελειώνουμε από την Αρχή. 
Να ζούμε το Τέλος μας. 

Μετά να ζούμε στο γηροκομείο. Να δούμε την ανελιξή μας πίσω στον κόσμο του έρωτα, της ερωτικής ανάπτυξης, του ερωτικού πάθους, της ηδονής και του ερεθισμού

Να μας διώξουν όταν γίνουμε πολύ νέοι, να δουλέψουμε, να νικήσουμε, να χάσουμε, να ερωτευτούμε και να πληγωθούμε. 

Και μετά από σαράντα χρόνια σκληρής δουλειάς να είμαστε αρκετά νέοι για να μπορούμε να απολαύσουμε την συνταξιοδότησή μας. 

Να κάνουμε ναρκωτικά, να πιούμε αλκόολ, να κάνουμε αλόγιστα και συνέχεια έρωτα, να ετοιμαστούμε για το γυμνάσιο. 

Στο τέλος να πάμε στο νηπιαγωγείο, να γίνουμε παιδιά, να παίζουμε, να μην έχουμε ευθύνες. 

Και Τελικά, να πάμε πίσω στη μήτρα, να περάσουμε τους τελευταίους εννιά μήνες κολυμπώντας σε οικεία νερά.. 

και να Τελειώσουμε ως οργασμοί

Sunday 13 June 2010

Ο φόβος του θανάτου πηγάζει από το φόβο της ζωής.

Κρίνουμε. 
Και δεν μας απομένει χρόνος να αγαπήσουμε. 

Η Ευτυχία βρίσκεται κρυμμένη ακόμη και στις πιο σκοτεινές στιγμές
Μόνο μην ξεχάσεις να ανάψεις το Φως κάποια στιγμη.

Μπορεί να μην είμαστε εκεί που είχαμε πρόθεση να είμαστε, αλλά τελικά μπορεί να καταλήξουμε εκεί που Χρειαζόμαστε να είμαστε. 

Κάθε δευτερόλεπτο αναπνοής. Κάθε μυρωδιά. Ο δροσερός αέρας στο πρόσωπό σου. 
NΥΞΗ: οι άνθρωποι έχουν χρόνια, καιρό για χάσιμο, και παραμένουν προσκολλημένοι σε δευτερόλεπτα.

Ο άνθρωπος πρέπει να είναι τρελός
Τρελός για Ζωή. Τρελός για να μιλάει. Τρελός για να Σωθεί. 
Να επιθυμεί τα πάντα την ίδια στιγμή. 
Ποτέ να μην χασμουριέται ή να υποβάλεται σε κοινοτυπίες. 
Να Καίγεται, να Φλέγεται, να Ζεσταίνεται σαν ένα υπέροχο κίτρινο κερί που εκρήγνυται σαν αράχνη μέσα στα αστέρια.

Ο Χρόνος περνά. Ακόμη και όταν μας φαίνεται αδύνατο. Όταν κάθε ήχος του δευτερολέπτου ΤΙΚ ΤΑΚ πονάει σαν τον παλμό του αίματος πίσω από μια μελανιά. Περνάει άνισα παίρνοντας παράξενες, δύσκολες ή εύκολες στροφές. 
Π Ε Ρ Ν Α Ε Ι 

Καθένας ζωγραφίζει στον καμβά της Ζωής το καλό και το κακό, το φως και το σκοτάδι, την τέχνη και τον πόνο, την ε π ι λ ο γ ή και τη θλίψη, τη σκληρότητα και τη θυσία

Είμαστε ο καθένας ένα φανταστικό πινέλο, ένα κομμάτι της ψευδαίσθησης που παλεύει να κρατηθεί σε κάτι στερεό, κάτι πραγματικό. Να το θυμόμαστε αυτό τη στιγμή που θα κάνουμε ένα βήμα πίσω για να θαυμάσουμε, να κρίνουμε, να λατρέψουμε ή να αντιπαθήσουμε το “έργο τέχνης” μας. 
Να θυμόμαστε να συγχωρήσουμε τους εαυτούς μας. 
Επειδή πολλές φορές κυριαρχεί το γκρίζο στον πίνακα της Ζωής. 
Γιατί, κανείς, δε μπορεί να ζεί στο Φως όλη την ώρα.

Ο φόβος του θανάτου πηγάζει από το φόβο της ζωής. Ο άνθρωπος που ζει πλήρως είναι έτοιμος ανα πάσα στιγμή να πεθάνει.   Ζ Η Σ Ε

Σκοτεινιά. Κούραση. Ο Χρόνος ειν’ένα τίποτα.




Είμαστε ΕΔΩ. Παγιδευμένοι στο κεχριμπάρι της στιγμής. Δεν υπάρχει Γιατί.

                  Πάρτε και λίγο Καββαδία.

Wednesday 9 June 2010

Σεβαστείτε το Σχήμα μου












Κάποτε μίλησε με κάποιον τρανό και δυνατό άνθρωπο. Που θαύμαζε και λάτρευε για χρόνια. Σοφός. Γεμάτος Αγάπη. Γεμάτος Γνώση.                 Ελεύθερος.



“Μάθε να κολυμπάς μέσα στα κύμματα που σε βοηθούν στη φυγή.”


Το’δεσε κόμπο κι έβαλε για στόχο στη ζωή της να δαμάσει όλων των ειδών τα κύμματα. Από άμποτη και τρικυμμία μέχρι θύελλα και καταιγίδα.  



Το κολύμπι έγινε καβούκι της, και κιβωτός της, καθώς, περνούσαν τα χρόνια, ένιωθε άνθρωπος-χελώνα και πλάσμα του Κατακλυσμού. Κι όλα αυτά στη μεγάλη περίοδο της λειψυδρίας -και της λειψανδρείας-. 


Ζούσε τη μεγάλη περιπέτεια του πάθους, μοιράζοντας τους αγώνες ανάλογα με τους άντρες που εντόπιζε. Συστηνόταν ανάλογα για την περίσταση: άλλοτε σαν Εδώ και άλλοτε σαν Εκεί



Μεταξύ τους αυτοί, την φωνάζαν, η Π α ρ α π έ ρ α
Κι αυτό γιατί όταν έφτανε στον πρώτο προορισμό της, έλεγε: “Εντάξει, φτάσαμε, αν πηγαίναμε όμως παραπέρα, ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Ίσως να ανακαλύπταμε κάτι άλλο..”.


Και έτσι πάντα βρισκόταν με το ένα πόδι στην Έξοδο

Εγκατάλειψη εις το όνομαν της Ελευθερίας

Περιπλανώμενη σαν την άδικη κατάρα. Σ’έναν τόπο μεταφυσικό.

Το δικό της συμπέρασμα εν κατακλείδι: Aυτό που κυνηγάμε είναι άπιαστο
Κι ας μας ξαφνιάζει το γεγονός ότι ο κόσμος μας κοιτάζει περίεργα, γιατί στα μάτια του μοιάζουμε με τον τρελό που προσπαθεί να ξεφύγει από τη σκιά του. 

Εγώ τί είμαι; Μια ιεροφάντιδα είμαι, που δε δίνει βάση στην πραγματικότητα, ούτε στα όνειρα. 

Sunday 6 June 2010

Suave mare magno*







Η ηδονή βρίσκεται υπό διωγμό.




Αυτή, ήταν απ’εκείνους που έκτιζαν κάστρα με τις λέξεις. Πρόθυμη να δημιουργήσει έναν κόσμο ελεύθερο για να περιπλανιέται η φαντασία. 

Κάθε ληθαράκι μια ανάμνηση. Κάθε τοίχος και μια μνήμη. 

Αυτό το κάστρο είναι η αγάπη, το πάθος, η δημιουργία. Σε πλήρη εφαρμογή.

Ένα μέρος της ψυχής της πίστευε ότι όταν η παλλίρροια πλησιάσει, δε θα’χε τίποτα να χάσει γιατί το κάστρο θα’ναι εκεί. Προστάτης.

Δυνατό και σταθερό στις γερές βάσεις της Λογικής, της Φιλοδοξίας, του Πάθους.

Ένα άλλο μέρος της πίστευε ότι θα’βρισκε τον τρόπο να νικήσει τη δύναμη των κυμάτων. Τη φοβερή δύναμη που ο ωκεανός και ο Θεός Ποσειδώνας επέβαλλαν στην Ανθρωπότητα για αιώνες.  

Αυτόξεχωρίζει τους ανθρώπους που Λάμπουν από αυτούς που χρωματίζονται με το χρώμα του Σκοταδιού: η πίστη ότι αν κτίσουν κάστρα ψηλά και γερά, ο ωκεανός δε θα μπορέσει ποτέ να τα παρασύρει μαζί του. 

Αυτός, ήταν απ’εκείνους που δεν ήξεραν να διαχωρίζουν την έννοια της λέξης “στοιχειωμένο” από την έννοια της λέξης “κάστρο”. 

Τα πράγματα γι’αυτόν ήταν απλά, όπως απλά γίνονται όλα όταν δεν τα αναλύεις πολύ. 

-Ό,τι αντέχει στο πέρασμα του χρόνου είναι κάστρο. 

-Και ό,τι είναι κάστρο πρέπει να είναι στοιχειωμένο. 

Γιατί, τα φαντάσματα γεννιούνται στη σκιά του χρόνου, όπως τα αυγά της αράχνης γεννιούνται μέσα στη σκόνη. 

Αυτή, έμπλεκε τη δική της Ζωή. Το κάστρο ήταν ο ιστός της. 
Η δημιουργία της  θα ξυπνούσε από τις στάχτες. 
Ένας αναδυώμενος, αυτογενής Φοίνικας.





ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΟΧΟΙ






Ίσως τελικά, το κρυμμένο στη σκιά του Χρόνου φάντασμα, να ήταν Αυτός.  

*Ευχάριστο να αγναντεύεις την αγριεμένη θάλασσα από τη στεριά



Thursday 3 June 2010

Tο τέλος ή η αρχή;


Ο ήλιος πνίγηκε πίσω από τα βουνά και το σούρουπο έκανε το φτωχικό κοιμητήριο, με τους σταυρούς βουτηγμένους στο πράσινο από τη μούχλα χόρτο, να μοιάζει με εφιαλτικό τοπίο κάποιου αρρωστημένου υποσεινήδητου.

Σε μια ορεινή πόλη της Αγγλίας, που αν σταθεί κανείς στο κέντρο του ψηλότερου βουνού της, με το ίδιο βλέμμα μπορεί συγχρόνως να διακρίνει κάτω τη θάλασσα, τα καταπράσινα βουνά πίσω, αριστερά μια σειρά από δέντρα και δεξιά έναν μισογκρεμισμένο από την υγρασία ορίζoντα, μια γυναίκα Μίλαγε, και ένας άντρας Άκουγε. Την Ιστορία της. 

Δε φάνηκε να ξαφνιάζεται απ’την ιστορία. Με την ίδια σκορπισμένη στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα φωνή ρωτούσε, αλλά οι απαντήσεις χάνονταν, όπως χάνονται όλες οι απαντήσεις αυτού του είδους. 

Έτσι κι αλλιώς κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να εξακριβώσει αν οι απαντήσεις ήταν αληθινές ή όχι, γιατί, όπως είναι γνωστό, πολλές φορές η αλήθεια εφευρίσκεται για να ξεγελάει το ψέμα.

“Το μυαλό μοιάζει με θάλασσα. Κολυμπάς στην απεραντοσύνη του. Ακολουθείς το ρεύμα του ενστίκτου. Η πραγματική πρόκληση είναι να κολυμπάς με δεξιοτεχνία αλλά και προσοχή πάνω από τα κύματα της λογικής.”

“Δια της λογικής εξηγείται η πραγματικότητα”. Ποιά πραγματικότητα;

Είχε διδαχθεί ότι “Ο άνθρωπος είναι ον λογικό”. Όπως όταν λες “ ο άνθρωπος έχει δυο πόδια. Και μ’αυτά περπατάει. Μ’αυτά φεύγει. Μ’αυτά μένει. Ο άνθρωπος. 
Ον λογικό”.

Είχε διδαχθεί να τα ξεχωρίζει. Εύκολα. Απλά. “Πονάω, άρα αισθάνομαι, άρα λειτουργία ψυχική”.

Είχε διδαχθεί. “Σκέφτομαι, άρα λειτουργία λογική.”

Ο άνθρωπος από αίμα. Από σάρκα. Από αίμα. Από δάκρυα. Ένα σύνολο από κομμάτια. Σε ένα. 

Τα όργανα του ανθρώπινου σώματος.  Το καθένα με το σκοπό του. Στα αριστερά η σπλήνα χρησιμεύει σαν καθρέφτης του σηκωτιού. Όταν οι αρρώστιες του σώματος συγκεντρώνουν ακαθαρσίες γύρω από το σηκώτι, η σπλήνα, αφού δεν περιέχει αίμα, τις απορροφά. Τα έντερα τυλιγμένα γύρω, για να καθυστερούν τη διαδρομή της τροφής και να μην ζητά το σώμα αμέσως άλλη. 
Και η καρδιά.

Του είπε. “Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο μυαλό και στην καρδιά. Δεν υπάρχει. Πονάω είναι κάπως έτσι: Πονάω-μυαλό. Πονάω-καρδιά. Πονάω-μάτια. Πονάω-αίμα. Πονάω-λογικό.”

Τίποτα ανεξάρτητο. Τίποτα ξεχωριστό. Όλα ένα. Συγκεντρωμένα σ’ένα. Όλα. Καρδιά και μυαλό και σάρκα και αίμα και πονάω και αγαπάω και λογικό και θέλω και θυμάμαι.

Είχε διδαχθεί. “Ο άνθρωπος γεννιέται με τη μοίρα του”.
Τί θα πει μοίρα;
Ήταν γυναίκα στην αρχή η μοίρα. Κι έπειτα μπήκε στη ζωή των ανθρώπων σαν πνεύμα. Έγινε η τύχη η καλή. Η τύχη του η κακή. Δηλαδή όλα. 
“Μοίρα είναι το όνομά σου. Είναι η χαρά σου. Είναι η αρρώστια. Είναι η τύχη. Είναι η αγάπη. Μοίρα είναι ο δρόμος της ζωής του ανθρώπου”.

“Λησμονώ. Όπως σταματάω. Όπως διώχνω. Όπως ξεφεύγω. Γλιτώνω. Ζω.”

Λησμονώ. 

Το πρώτο πράγμα που ζήτησε ήταν ένα τσιγάρο. Το χέρι έτρεμε.
“Τί μήνα έχουμε;”.
“Ιούνιο”.
Έμεινε να βλέπει. Να ακούει. Να φοβάται. 
Οι εικόνες. Τα σχήματα. Οι ήχοι.
“Τί μέρα έχουμε;”.
“Πέμπτη”.
Λησμονώ-αρχίζω. Λησμονώ-φοβάμαι. 

Λησμονώ-τελειώνω.

“Τί ώρα είναι;”.
“Μια παρα δέκα”.

Λησμονώ-αρχίζω

Η αμμοθύελλά σου





H μοίρα είναι σαν μια μικρή αμμοθύελλα. Αλλάζει συνεχώς κατευθύνσεις. 


Αλλάζεις δρομάκια, αλλά σε κυνηγάει. Στρίφεις πάλι, αλλά η θύελλα παραμένει στο κατόπι σου. 
Παίζεις και ξαναπαιζεις το ίδιο παιχνίδι. 
Λες και χορεύεις ένα δυσοίωνο χορό με το θάνατο λίγο πριν την αυγή.


Η θύελλα ετούτη δεν φύσηξε από μακριά. 
Αυτή η θύελλα είσαι εσύ. Κάτι μέσα σου. 


Παραδώσου


Αφέσου στο κέντρο της. 
Κλείσε τα μάτια και βουλώσε τ 'αυτιά, μην αφήσεις την άμμο να μη μπεί μέσα. 
Kαι διέσχισε την, βήμα-βήμα


Δεν υπάρχει ήλιος. Ούτε φεγγάρι. Καμία κατεύθυνση. 
Η αίσθηση του χρόνου ανύπαρκτη


Μόνο λεπτή λευκή άμμος στροβιλίζεται στον ουρανό σαν κονιορτοποιημένα οστά
Αυτό είναι το είδος της αμμοθύελλας που χρειάζεσαι.


Βίαια, μεταφυσική, και συμβολική η καταιγίδα σου.
Μη γελαστείς ότι θα ξεφύγεις. 


Κόβει τη σάρκα σαν χίλιες λεπίδες. Πολλοί ματώνουν εκεί, και εσύ μαζί. 
Ζεστό, κόκκινο αίμα
Το παίρνεις στα χέρια σου, το δικό σου αίμα και το αίμα των άλλων. 


Και μόλις η θύελλα κοπάσει δεν θυμάσαι πώς τα κατάφερες μέχρι εκεί.
Δεν είσαι καν σίγουρος, αν η καταιγίδα όντως τελείωσε. 


Ένα είναι το σίγουρο. 


Σαν βγείς από την καταιγίδα δεν θα είσαι ο ίδιος άνθρωπος που ξεκίνησε αυτόν τον αγώνα επιβίωσης. 


Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος ύπαρξης της.