Wednesday 30 June 2010

Κεφάλαιο ΙΙ- Η Ίριδα και ο Ορέστης


Η Ίριδα λάτρευε το όνομά της. Της απέδιδε όσα αυτή επιθυμούσε να έχει ως άνθρωπος, μα και όλα όσα οι άλλοι ζητούσαν απ’αυτήν. Περήφανη και ορμητική σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα. Η μόνιμη μεσολαβήτρια ανάμεσα σε φίλους και γνωστούς, μεταφέροντας μηνύματα και αισθήματα. Ισορροπούσε τους πάντες και τα πάντα μέσα από τη δική της ύπαρξη. Ανάλαφρη και αεικίνητη.

Μα ψες είχε έναν ύπνο ταραγμένο, περίεργο, γεμάτο σκιές και αμφιβολία για τα όσα συνέβαιναν και επρόκειτο να συμβούν. Είχε σηκωθεί νωρίς σήμερα. Ξαπλωμένη στον κόκκινο καναπέ του ξενοδοχείου της στο Ναύπλιο, διάβαζε. Μα στο μυαλό της τρικύμμιαζαν έρωτες. 

Αργότερα θα πήγαινε για κολύμπι. Κολυμπώντας άφηνε το μυαλό της ελεύθερο, να δημιουργεί ιστορίες που έλαμπαν κάτω από τον δυνατό ήλιο της Μεσογείου. Aχτίδες του μυαλού της που φεγγοβολούσαν για μερικές στιγμές και μετά αφήνονταν να τις πάρει το κύμα.  Το άγγιγμα της θάλασσας πάνω στο δέρμα της, της προκαλούσε μια αίσθηση ύπαρξης και συνύπαρξης. Κι’αυτό το χρειαζόταν. 

Η τυχαία συνάντησή της ψες με τον 40χρονο Ορέστη Σερίδη την είχε αναστάτωσει. Είχε προσέξει τα μάτια του να την παρακολουθούν καθ’όλη τη διάρκεια της βραδιάς, και ένιωθε ότι το ενδιαφέρον του ήταν περισσότερο από το τυπικό. Και αυτό της άρεσε και ας μην το παραδεχόταν ούτε καν στον ίδιο της τον εαυτό.
Θα μπορούσε να ήταν και αυτός ακόμα μια περιπέτεια του τύπου ραντεβού-σπίτι-πήδημα-γειάσου. 
Κι όμως.. Ο Σερίδης της έβγαζε κάτι διαφορετικό.



-Η πεζότητα δεν είναι πάντα αρνητικό προσόν αγαπητή μου, απάντησε ο Σερίδης και η Ίριδα βιάστηκε να αλλάξει θέμα συζήτησης.

-Αληθεύει ότι θα επεκταθείτε και στο Λονδίνο κύριε Σερίδη;

Τί νοιάζει τώρα αυτή την πανέμορφη γυναίκα, αν θα “επεκταθούμε” ή όχι; Ποιός της έμαθε τέτοιες ανέραστες λέξεις; Ένα πλάσμα που το λένε Ίριδα και που θα πρέπει να νοιάζεται μόνο για την αγάπη και το πάθος δεν επιτρέπεται να ασχολείται με “επεκτάσεις” και “αλήθειες”.

-Λέγεται, ότι θα επεκταθείτε στην Αγγλία, αληθεύει;
Τα μαύρα μαλλιά τραβήχτηκαν από το απαλό χέρι, που απέμεινε να κρατάει την τελευταία τούφα. 

-Μ’ακούτε, κύριε Σερίδη;

Ο Σερίδης είχε την εντύπωση ότι τράβηξε εκεί μπροστά του το μαύρο της στρίνγκ και τον προκαλούσε να δώσει σημασία σε αυτό που του’δειχνε. Καί της έδινε την απόλυτή του προσοχή, εννοείται. 

-Λοιπόν; ρώτησε η Ίριδα και τράβηξε το χέρι της σαν να τελείωσε εδώ η πρόκληση-πρόσκλησή της. 

-Ίριδα, μου επιτρέπεις να σε λέω Ίριδα; Να σου μιλάω στον ενικό;
Αυτή κούνησε το κεφάλι της. Ο Ορέστης το πήρε ως θετική απάντηση και προχώρησε.
-Δεν επιτρέπω ποτέ την επαγγελματική μου ζωή να είναι η αφετηρια μιας νέας γνωριμίας. Και πόσο μάλλον μιας γνωριμίας σαν και τη δική σου. Μα δυστυχώς, ένας μεγαλύτερος άνθρωπος, πολύ συχνά, αξιολογείται μόνο βάση της δουλειάς του και όχι της σκέψης του, ούτε της πνευματικής του ανέλιξης. 

-Κύριε Σερίδη..

-Ορέστη σε παρακαλώ. Δεν είπαμε ενικό;

-Ναί. Ορέστη λοιπόν! Μεγάλος άνθρωπος είναι αυτός που αφήνει τα χρόνια να τον βυθίζουν. Νομίζεις ότι σε γερνούν μόνο τα χρόνια Ορέστη; Σε γερνούν και τα δευτερόλεπτα. Σε γερνάει η κάθε στιγμή που πάει χαμένη. Και δεν ξέρω για την πνευματική σου υπόσταση ή σκέψη, γιατί πολύ απλά δεν σε γνωρίζω τόσο καλά. 

Τα μάτια της έριχναν σπίθες καθώς μιλούσε και το βλέμμα της έντονο σαν λέαινας, ζωγράφιζε την κάθε της λέξη με πάθος.

-Αυτό θα μπορούσε να αλλάξει, είπε ο Ορέστης.

Ο Ορέστης εκπλησσόταν όλο και περισσότερο κάθε λεπτό που περνούσε μαζί της, και η ώρα κυλούσε γρήγορα και ευχάριστα. Έβρισκαν κοινά σημεία απόψεων και η συζήτηση έμπαινε σε πεδία που από καιρό τώρα ο καθένας τους δεν είχε θίξει.

Η ροή όμως, διεκόπηκε από το χτύπημα του κινητού του.

-Ναι, Γκίκα. Σου είπα θα το κοιτάξω αργότερα. Ίσως αύριο. Α! Εντάξει. Ναί. Οκ. Θα το δω όσο πιο γρήρορα μπορώ τότε. 
Έκλεισε με θυμωμένο ύφος το κινητό. 

-Θα το σπάσεις.. προειδοποίησε η Ίριδα.
Ο Ορέστης χαμογέλασε. 

-Πού είχαμε μείνει;

-Στον Γκίκα. Δεν περίμενα να γνωρίζετε και διάσημους συγγραφείς..

-Τον γνώρισα πριν πολλά χρόνια στο Λονδίνο, τότε που δεν ήταν διάσημος ούτε και συγγραφέας. Και σήμερα φυσικά, το ίδιο παραμένει. Ούτε το ένα ούτε το άλλο.

-Γιατί το λες αυτό; Επειδή έχει να γράψει 10 χρόνια; Εξακολουθεί να παραμένει αγαπητός και γνωστός στους Έλληνες.

-Κι εγώ αν έπινα από το πρωί ώς το βράδυ, Ίριδα, κι εγώ θα γινόμουν αγαπητός και γνωστός στην Ελλάδα. Επειδή θα με λυπούνταν και για τίποτα άλλο.

-Απ’όσο ξέρω ο Γκίκας, δεν πίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ αλλά από το βράδυ μέχρι το πρωί. Κι έπειτα, κάνει τα πάντα για να μην προκαλεί την λύπηση του κόσμου, αλλά το μίσος του. Τσακώνεται και αντιδρά με όλους και με όλα.

-Αυτό όντως αληθεύει.. Ξέρεις πώς ζει; Τώρα μόλις θα ξεκινάει η μέρα του. Στις 12 το βράδυ. 
Τίναξε το αριστερό του χέρι με δύναμη και το κράτησε σε ορθή γωνία σαν έκπληκτος για την ώρα που έβλεπε.

-Πήγε 12 κιόλας. Θα πρέπει να φύγω. Ίριδα..

Η Ίριδα προαισθανόμενη την ερώτηση που θα ακολουθούσε για να περάσουν το βράδυ μαζί, τον σταμάτησε.

-Ναι, και εγώ πρέπει να ξυπνήσω νωρίς αύριο. Έχω κάποιες δουλειές που πρέπει να προλάβω πριν φύγω από το νησί.

Αργότερα αναρωτήθηκε γιατί απέφυγε την πρότασή του. Συνήθως δεν την ενοχλούσαν τέτοιες προσκλήσεις. Συνήθως δεν σκαρφιζόταν ψέματα.

Ο Ορέστης κατάλαβε ότι οι προθέσεις του θα έπεφταν στο κενό για την ώρα, αλλά δεν θα τα έβαζε κάτω. Πολεμιστής.

-Οκ τότε. Ας πάμε άυριο για φαγητό. Βραδάκι στις 8. Στο εστιατόριο “Ζαρώπα” στο κέντρο του Ναυπλίου.

Η Ίριδα εκπλάγηκε. Δεν περίμενε τέτοια πρόταση. 

-Ναί. Γιατί όχι! Τα λέμε αύριο τότε..

Tινάχτηκε σαν να την διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα και απομακρύνθηκε διακριτικά από τον Ορέστη που βάλθηκε να καληνυχτίζει όλους τους γνωστούς του.


[...]

Ξαπλωμένη στην παραλία κοίταζε το ρολόι. Πώς έφτασε τρεις το μεσημέρι και δεν καταλάβε; Θα επέστρεφε στο ξενοδοχείο. Είχε ακόμα πολλά να κάνει προτού ξεκινήσει να ετοιμάζεται για το βράδυ, και η ώρες στο Ναύπλιο κυλούσαν τόσο γρήγορα.. 



Το τελευταίο κεφάλαιο αύριο..

No comments: