Monday 28 June 2010

Κεφάλαιο Ι - Η μοιραία συνάντηση

Τα ραντεβού θα’πρεπε να ήταν πάντοτε ευχάριστα. Αυτή η σκέψη καρφώθηκε στο μυαλό του Ορέστη Σερίδη, καθώς η μυρωδιά του γαλλικού καφέ γαργάλιζε την μύτη του και ξυπνούσε τις αισθήσεις του. Η πρώτη σκέψη της ημέρας. Του φετινού καλοκαιριού, εαν το καλοσκεφτείς. 

Ο Ορέστης μισούσε το όνομά του. Και το μισούσε ακόμη περισσότερο, όταν το άκουγε από τα χείλη μιας ωραίας γυναίκας όπως χθες το βράδυ. Δεν ήταν σίγουρος αν αυτό ήταν το τελευταίο ή αν απ’αυτό ξεκίνησε για να μισήσει όλα όσα τον περιτριγύριζαν, και προπαντός όσα δεν τον περιτριγύριζαν, και του έλειπαν δεόντος. 

Όσο ήταν μικρός και έφηβος, οι γονείς του, οι δασκάλοι του, ακόμα και όλες οι γκόμενές του πίστευαν ότι με τέτοιο όνομα ήταν μοιραίο κάποια στιγμή να αναδείξει την δυναμικότητα και την αποφασιστικότητα ενός πολεμιστή. Και όντως στήριζαν την υπόθεση τους σε πολλούς λόγους. Παντού ο Ορέστης ήταν ο πρώτος και όλοι οι άλλοι τον ακολουθούσαν. Ξεχώριζε σαν αετός ανάμεσα σε σπουργίτια. Δεν ήταν παράξενο λοιπόν, που οι γυναίκες τον ξεχώριζαν μέσα σε πλήθη αντρών.

Και δεν ήταν ούτε παράξενο, που η Ίριδα, η πλέον ανερχόμενη Ελληνίδα συγγραφέας, γνώριζε το όνομά του. Ο Ορέστης καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι και υποπτευόταν ότι η μοίρα του είχε πλέον κατασταλάξει. 

Η Ίριδα Φωτιάδου ήταν γνωστή και διάσημη σε όλη την Ευρώπη για τα ρομαντικά και ερωτικά της μυθιστορήματα, κι αν την διεκδικούσε ο Ορέστης Σερίδης, ο πλουσιότερος Έλληνας εφοπλιστής, κανείς άλλος δεν θα ήταν σε θέση να την κατακτήσει. Γιατί, από την πρώτη στιγμή που την είδε, αυτός ήταν ο σκοπός του. 
'Και ο σκοπός του πεπρωμένου', φώναζε το μυαλό του.

Η νεαρή 26χρονη συγγραφέας ντυμένη με ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα, άφηνε την πλάτη σε ανοιχτή θέα με τέτοιο τρόπο που το υπέροχο άσπρο δέρμα της τονιζόταν περισσότερο από τα μαύρα μακριά μέχρι την μέση της μαλλιά, που έμεναν να αιωρούνται σαν να ζητούσαν κάποιον να τα κρατήσει, κάποιον να εξακριβώσει την αληθινή τους υπόσταση.

-Δε σας βλέπω να το διασκεδάζετε και πολύ.  

Ο Ορέστης, σήκωσε απότομα το κεφάλι του. Ναί, απευθυνόταν σε αυτόν η παρατήρησή της. 

-Τα φιλανθρωπικά πάρτυ δεν είναι και το καλύτερό μου.

-Ωραία λοιπόν, κύριε Ορέστη Σερίδη. 

Ήξερε το όνομά του. Αυτό του έδινε ένα μικρό προβάδισμα μα και την πρώτη λάμψη ελπίδας για την κατάκτηση αυτής της μικροκαμωμένης νεράιδας.

Αλλά, πού σκατά έβρισκε το 'Ωραία, λοιπόν;'. Στο όνομά του; Στο ότι ήταν ο ιδιοκτήτης της γνωστής ναυτιλιακής εταιρίας, συνώνυμη με το ίδιό του το επίθετο; 

-Τα λέμε αργότερα, λοιπόν;

Τί ζόρι τραβάει με αυτή τη λέξη; 'Λοιπόν'. Ο Ορέστης την συγχαινόταν. Τί σημαίνει 'λοιπόν;'. Ίσως 'σίγουρα'. Ίσως 'ποτέ'.

Περιμένοντας την απάντησή του, έφερε το δεξί χέρι στο αριστερό μέρος του προσώπου της και τράβηξε τα μαλλιά προς τα πίσω φανερώνοντας περισσότερη ομορφιά και αυθάδεια. Κι αυτά τα μάτια. Ο Ορέστης έμεινε να τα κοιτάει έκπληκτος σαν να επρόκειτο για κάποιον νέο ωκεανό, άγνωστο ακόμα και στον πολυταξίδευτο εαυτό του.

-Ναί, θα τα πούμε σε λίγο, είπε καθαρά, σαν να ομολογούσε μια γενναία πράξη που δεν τον ένοιαζε αν μ’αυτή θ’άναβε φωτιές που δύσκολα θα έσβηναν και που ίσως έφερναν και την καταδίκη του. 

Καθώς την έβλεπε να απομακρύνεται στο μυαλό του ήδη παίζονταν οι σκηνές της αποψινής βραδιάς, στο διαμέρισμά του, στο κρεβάτι του, στην αγκαλιά του. Ακόμη μια δικιά του κατάκτηση. Εξάλλου ήταν πολεμιστής, δεν ήταν; Το δήλωνε το όνομά του εδώ και αιώνες. Το δήλωνε ο τεράστιος αριθμός γυναικών που πέρασαν από τα χέρια του. 

Μετά από δυο-τρείς, απαραίτητες για το πρόσωπο της εταιρίας, συζητήσεις με σημαντικούς μετόχους, ανυπόμονος για διεκδίκηση, έψαξε για την νεράιδα με το μακρύ μαύρο φόρεμα και το διαμαντένιο κολιέ που αγκάλιαζε τον λαιμό της σαν επίδοξος εραστής. Την εντόπισε στο κοντινότερο παράθυρο να κοιτάζει έξω προς τον κήπο, σκεφτική, με τα δάκτυλά της να σχηματίζουν κύκλους γύρω από το στόμιο του γεμάτου με σαμπάνια ποτηριού της. 

-Δεν νομίζω να είναι η κατάλληλη στιγμή για ονειροπώληση τώρα. 

Την ξάφνιασε με ένα άγγιγμα στην γυμνή της πλάτη. 

-Μα δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή κύριε Σερίδη, μόνο κατάλληλες σκέψεις. 

-Πού να δείς τις δικές μου σκέψεις τώρα, μίλησε χωρίς να το πολυσκεφτεί. 

Δεν ήξερε αν έπρεπε να μετανιώσει ή όχι γι’αυτό που είπε και περίμενε την αντίδρασή της. Εκείνη τον κοίταξε για λίγο σιωπηλά, μέχρι που τα μαλλιά της επαναστάτησαν πάλι, σαν να είχαν δική τους θέληση, και σαν μαύρο πέπλο κάλυψαν και πάλι το μισό της πρόσωπο. Ο Ορέστης, περίμενε να σηκώσει το δεξί της χέρι και να αποκαλύψει για ακόμα μια φορά ολόκληρό της το πρόσωπο, όπως συνήθιζε. Και όντως, κάποια στιγμή το έκανε, όμως το βλέμμα της είχε τώρα μια πονειρότητα και το ύφος της μια αναίδεια, σαν εκείνο της γάτας που αρνείται να αφήσει τον οποιονδήποτε να χαλάσει το βόλεμά της πάνω σ’έναν τεράστιο καναπέ. 

-Δεν διαβάζω μυαλά, κύριε Σερίδη. Γράφω για μυαλά. 

Τα μαλλιά της πέσανε πάλι και ξανασηκώθηκαν από το γυμνό της χέρι. Ο Ορέστης είχε αρχίσει να’χει την εντύπωση ότι κάθε τόσο ξεφορτωνόταν με το χέρι της και κάποιο ρούχο, φανερώνοντάς του ένα ερωτικό σημείο του σώματός της. 

-Μα πού να ξέρετε εσείς απ’αυτά. Η πεζότητα κυριαρχεί τη ζωή σας. Και μπορώ να στοιχηματίσω με σιγουριά ότι ήδη στο μυαλό σας με φαντάζεστε γυμνή στα τέσσερα. 

Ο Ορέστης έμεινε για λίγο άναυδος. Τί λέει αυτή ρε μαλάκα, ρώταγε τον εαυτό του. Μήπως όντως διαβάζει το μυαλό μου και με κοροιδεύει μπροστά στα μάτια μου;


Συνεχίζεται...

3 comments:

Ωραία Ελένη said...

Πολύ ενδιαφέρον... σαν να διαβάζω κομμάτι από βιβλίο του καραγάτση...

Ωραία Ελένη said...

και αναμένουμε φυσικά με αγωνία την συνέχεια...

Κασσάνδρα said...

Γειά σου Ελένη μου,
Σ'ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια! Ελπίζω να απολαύσεις και την συνέχεια!

ΧΧΧΧ