Friday 2 July 2010

Τέλος / Κεφάλαιο ΙΙΙ- Καλό ταξίδι

Κάθονταν αντίκρυ σε ένα ξύλινο τραπέζι στολισμένο με γυάλινα ψηλά κρυστάλλινα ποτήρια για νερό και κρασί. 

Η Ίριδα είχε φορέσει εκείνο το στράπλες κοντό φόρεμα από άσπρη δαντέλα που τόνιζε όμορφα το μαυρισμένο της σώμα και τα μακρυά γυμνασμένα της πόδια. Τα μαύρα της μαλλιά, λιτά όπως ψες, πλαισίωναν το πορσελάνινο της πρόσωπό σαν κορνίζα ακριβού πίνακα. 
‘Πόσο ερωτισμό μπορεί να εκπέμπει μια γυναίκα;’ αναρωτιόταν ο Ορέστης ενώ προετοίμαζε τον εαυτό του για να πάρει την πρωτοβουλία, και χαμογέλασε στην συνειρμική του σκέψη να την έχει παραδωμένη στα χέρια του σε λίγες ώρες. 

-Τα θαλασσινά είναι από τα αγαπημένα μου φαγητά, ομολόγησε η Ίριδα, και τον κοίταξε μαγνητισμένη. 

-Νομίζω έχουμε υπερβολικά πολλά κοινά σημεία για να είναι η γνωριμία μας μια απλή σύμπτωση, είπε με λέξεις γεμάτες νόημα και υπονοούμενα ο Ορέστης. 

Η Ίριδα τα’χε ξανακούσει αυτά.. Και αναρωτιόταν αν η βραδιά θα αποδεικνυόταν φιάσκο και αν όλα όσα σκεφτόταν όλο το πρωινό ήταν απλά δημιούργημα της αστείρευτης φαντασίας της. Εξάλλου, το μυαλό της, της έπαιζε συχνά τέτοια παιχνίδια. 

Τον κοίταζε που έτρωγε με βουλιμία τις χοντρές γαρίδες βουτώντας τις πρώτα στην άσπρη σάλτσα. Ύστερα σκούπιζε το χέρι του στη γαλάζια, λινή πετσέτα και πρόσθετε κρασί στο ποτήρι της πρώτα, και μετά στο δικό του. 

-Δεν τρως, της είπε. Το Ναύπλιο έχει τα καλύτερα θαλασσινά της Ελλάδας. Ο πατέρας μου πάντα έλεγε ότι αν δε φας θαλασσινά στο Ναύπλιο τότε δεν ξέρεις τί εστί γεύση ψαριού. 

-Αυτό δε θα το αμφισβητήσω, απάντησε η Ίριδα και σώπασε.

Οι ρυτίδες βάθαιναν στο μέτωπό του κάθε που άνοιγε το στόμα του για να παραχωρήσει άλλη μια χοντρή γαρίδα. Και παρ’όλη την προσπάθειά της, δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν αυτό το διαφορετικό που είχε προσέξει σ’αυτόν τον άντρα που καθόταν απέναντί της. 

Ο Ορέστης κατάπιε και την κοίταξε με περιέργεια.
-Μια δεκάρα για τη σκέψη σου.

-Μια δεκάρα μόνο; Νόμιζα θα πρόσφερες τουλάχιστον ένα εκατομμύριο, απάντησε ετοιμόλογα η Ίριδα και γέλασε δυνατά. 

Του άρεσε η αναίδεια που έβγαζαν τα λόγια και το ύφος της. Λιγομίλητη και συγκρατημένη, του φάνταζε περισσότερο ως πρόκληση παρά ως συντροφιά. 

Αυτή ζήτησε να της σερβίρει κρασί κι εκείνος στάθηκε μερικά δευτερόλεπτα να την κοιτάζει σχεδόν με έκπληξη, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Θυμήθηκε τα προκλητικά της ρούχα και το μυαλό του έτρεξε σε ερωτικά μονοπάτια. Αυτό τον εξιτάρισε και χωρίς μιλιά της σέρβιρε κρασί ξεχείζοντας το ποτήρι της. 

Η Ίριδα το σήκωσε προσεκτικά περιμένοντας να τσουγκρίσουν. Ύστερα το ήπιε μονορούφι. Κι αμέσως ζήτησε άλλο. 

Είχε άλλα στο μυαλό της και η λογική της δεν την άφηνε να αφεθεί. Ο Ορέστης την μαγνήτιζε, κάθε του κίνηση, κάθε του βλέμμα. Ο αυθορμητισμός του την αιχμαλώτιζε. Κι αυτό τη φόβιζε. 
Η ελευθερία του μυαλού της, ήταν το μεγαλύτερο αγαθό που κράτησε για τον εαυτό της, και δεν ήταν πρόθυμη να την παραδώσει σε αυτόν τον σχεδόν άγνωστο άντρα απέναντί της. Η λογική της έδινε δυο επιλογές. 
Η πρώτη ήταν η προφανής. Η ευκολότερη για όλους επιλογή: να παραδώσει τα όπλα. Να αφεθεί στον έρωτα που της δινόταν απλόχερα. Κι ας έχανε τον έλεγχο που είχε πάνω στα αισθήματα και στις πράξεις της. 
Η δεύτερη επιλογή ήταν η ευκολότερη για αυτήν επιλογή. Να έκανε αυτό που έκανε πάντα. Να περάσει ένα ωραίο βράδυ με τον γοητευτικό σύντροφό της και να πετάξει μακριά σαν βραδινή νεράιδα. 

Το αλκόολ θα ηρεμούσε το ξαναμμένο της μυαλό και θα της έδινε το θάρρος να αποφασίσει.
Τον κοίταξε στα μάτια πίνοντας.

-Λοιπόν, τί λες; Πάμε για μια βόλτα..;
Το είπε με μιαν ανάσα και τον κοίταξε με αμφιβολία.
Εκείνος την παρατηρούσε γεμάτος έκπληξη περιμένοντας το τέλος της φράσης.
Μόνο που η Ίριδα δεν έβρισκε τα λόγια. Λες και εξαφανίστηκαν όλες οι όμορφες λέξεις από το μυαλό της. Λες και οι αμέτρητες προτάσεις και εκφράσεις που τόσο εύκολα έγραφε στα βιβλία της την εγκατέλειψαν μαζικά. Αυτά που ήθελε να πει λες και δε λεγονταν με λόγια. Ή καλύτερα.. Δεν ήξερε τί ήθελε να πει!
Κανείς δε μιλούσε για μερικά λεπτά.

Κι ύστερα ο Ορέστης έσπασε πρώτος τη σιωπή, ολοφάνερα ανακουφισμένος που θα φεύγανε. 
“Πάμε! Μισό, να πληρώσω το λογαριασμό”.

Την κοίταξε και πάλι σαστισμένος. 
Εκείνη γέλασε ειρωνικά και έριξε πίσω το κεφάλι της, αποκαλύπτωντας τον εντυπωσιακό της λαιμό, απομακρύνοντας τα μακριά της μαλλιά από το πρόσωπό της. 

Ανάμεσα από τα μισόκλειστα βλέφαρά της είδε τον ολόλευκο όγκο του μέσα στο λινό καλοκαιρινό του κουστούμι να πλησιάζει. 
Άπλωσε τα χέρια του, μεγάλα χέρια, δυνατά, και τράβηξε απαλά την καρέκλα της, αγγίζοντας με τις άκρες των δακτύλων του το χέρι της. 
Πάντα του άρεσε να δημιουργεί αυτές τις “κατα σύμπτωση” επαφές του δέρματος. Τον έκαναν να αντριχιάζει. 
Ρίγησε αφημένη στη μαγεία της στιγμής και αμέσως σηκώθηκε, ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια της. 
Άφησε την αναπνοή της να έρθει στον σωστό της ρυθμό, ανακουφισμένη. 

Ο Ορέστης παρέμεινε με τα χέρια του αδειανά. 

Όλα ήταν ήσυχα στα δρομάκια του νησού και το μόνο που ακουγόταν ήταν ο ήχος των τακουνιών της Ίριδας πάνω στο γκρίζο πλακόστρωτο που οδηγούσε προς τη θάλασσα. 

Καστανόξανθες σπίθες απ’τα μάτια του την άγγιζαν παντού και γέμιζαν τον χώρο γύρω τους με πάθος. Στο ωχρό φως του φεγγαριού η συνέχεια προβλεπόταν ευοίωνη. 

Μέσα της υψώθηκε ένα κύμα που ξέσπασε μέσα από τους αδένες των ματιών της. Θα μπορούσε άραγε αυτή η νύχτα να’ταν διαφορετική; 
Αφέθηκε στα χέρια του που την οδήγησαν στο δωμάτιο του. Τα κύμματα έσπαζαν την ακρογιαλιά και οι δυο τους παρέμεναν αμίλητοι για πολύ ώρα τώρα. 


Το μεγάλο, μαλακό κρεβάτι, με τα άσπρα σατέν σεντόνια λες και περίμεναν με ανυπομονησία τη συνάντηση των δυο εραστών. Οι χαμηλόφωτες λάμπες, συνωμοτούσαν μυστικά στην επερχόμενη πράξη, φωτίζοντα ελαφρώς το δωμάτιο. Αισθησιακή ατμόσφαιρα μεσογειακής λαγνείας, που βοηθούσε στην εκπλήρωση ονείρων και φαντασιώσεων. 

Η Ίριδα έκλεισε τα μάτια σφικτά προσπαθώντας να σταματήσει τις εικόνες που ποέβαλλε η λογική της και την παρόρμησή της να τρέξει μακριά. 
Κάτι μέσα της της φώναζε-σχεδόν κιόλας το ένιωθε στον αέρα- κάτι διαφορετικό θα συνέβαινε σήμερα, σε λίγο, σε μερικά λεπτά.. Και θα το περίμενε!

Μπήκε μέσα της γρήγορα. Την είχε ποθήσει πολύ όπως την είδε με το ολόλευκο φόρεμα. Και το άρωμά της τον ξετρέλαινε. Κάπου το είχε ξαναμυρίσει αυτό το άρωμα. Ίσως το φόραγε η γραμματέας του στο γραφείο ή η τελευταία του γκόμενα. 

Τόσες σκέψεις μετέωρες στο μυαλό του κι αποφάσεις ανεκτέλεστες. 

Η Ίριδα κοίταξε πάνω από τον ώμο του το δωμάτιο. Πάνω στο μπρούτζινο κομοδίνο ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό έλαμπε κάτω από το φώς. Ήθελε να το πίει αλλά ο Ορέστης αγκομαχούσε κιόλας στάζοντας ιρδώτα, με όλο το βάρος του να πιέζει την ύπαρξή της. 
Και τότε ο Ορέστης τραβήχτηκε και την κοίταξε ερωτηματικά σαν να διάβασε τις σκέψεις της, σαν να σταμάτησε κάθε ηλίθια και άσχετη απορία να τριβελίζει το μυαλό του. 

Τα καστανά του μάτια την κοίταξαν χαμογελαστά. Το γυμνό του σώμα με τους διακριτικούς μα δυνατούς του μυς δέσποζαν στο λαβύρινθο των ματιών της και τη στιγμή εκείνη πρόσεξε τη σχισμή στο πλάι του αριστερού του ματιού που είχε γίνει από τότε που τραυματίστηκε μικρό παιδί. 
Το αίμα τους κόχλαζε σ’όλες τις αρτηρίες των σωμάτων τους, ερεθίζοντας κάθε σημείο και σκοτεινή γωνιά τους.

Ποθούσε αυτόν τον άντρα. Και δόθηκε με τόσο πάθος που δεν άκουγε πλέον τα κύματα έξω από το παράθυρο και κάθε σκέψη της σώπασε, γαληνεύοντας την φουρτούνα του μυαλού. 

Κοιτάχτηκαν στα μάτια, βαθιά τους διακρινόταν η άγρια επιθυμία. Αυτός με το βλέμμα του καρφωμένο στα βάθη της ψυχής της, ακολουθούσε τους δικούς της ρυθμούς. 

Η Ίριδα ένιωθε την καυτή του ανάσα να ζεσταίνει το λαιμό της και η έξαψη που την κυρίευσε δεν την αφήνει να αντισταθεί. 
Η λογική της χάθηκε στην άβυσσο του ενστίκτου που την κυρίευσε. 
Πόθος ανακατεμένος με πανικό. Και αφέθηκε σ’αυτό που υποψιαζόταν ότι θα ήταν διαφορετικό απόψε. 
Κυλιούνται μαζί μέχρι οι οργασμοί τους να γεμίσουν τα σατεν σεντόνια. Κόλλησε περισσότερο πάνω της, την κράτησε δυνατά μα και ταυτόχρονα τρυφερά και την έκανε να καίγεται από πόθο. 
Η ανάσα τους σταμάτησε ξαφνικά. Δε μπορούσε να επιστρέψει πια. Το οξυγόνο δεν τροφοδοτούσε το μυαλό. Η καρδιά σφυροκοπούσε να’ρθει πίσω στη φυσιολογική της λειτουργία. Λίγο πριν σκοτεινιάσουν όλα, τα σώματά τους αναλύθηκαν σε σπασμούς. Βίαια. Μεθυστικά. Αληθινά. 


Άπλωσε το χέρι για να νιώσει το γυμνό της δέρμα με κλειστά ακόμα μάτια, αλλά το μόνο που έπιασε ήτανε το άδειο σεντόνι. 
“Καλό ταξίδι” έγραφε το σημείωμα στο κομοδίνο, ούτε ένα “Τα λέμε” ούτε τηλέφωνο. 
Χαμογέλασε. Με ένα βλέμμα συνειδητοποιημένης δικαιολόγησης επέστρεψε στο κρεβάτι.

“Καλό ταξίδι, λοιπόν” είπε ο Ορέστης και κοιμήθηκε ξανά με το άρωμά της ακόμα ποτισμένο στο σώμα του. 




Καλό μήνα παίδες! ΧΧΧ

No comments: