Thursday 8 July 2010

Όνειρο θερινής νυχτός

Κατά ένα παράξενο λόγο ο εγωισμός της έμενε άθικτος, και όταν βρέθηκε να υπογράφει το διαζύγιο στην παρουσία της δικηγόρου της, ένιωσε κάποια μορφή ανακούφισης. Όχι πως δεν τον αγαπούσε τον Λουκά, αντιθέτως, όλοι οι φίλοι τους, έβαζαν το χέρι τους στη φωτιά για την αγάπη της Έλσας. 
“Χάθηκε ένας τεράστιος έρωτας” έλεγε χτες η Μαρία στην Κλαίρη.

Μα δε χαθήκανε ακριβώς. Ο Λουκάς, αν και τώρα συζούσε με την μικρή 22άρα, που μάλλον ήταν η διέξοδός του από την κλειμακτήριο και για την οποία είχε εξ’αρχής ζητήσει το διαζύγιο, έβλεπε την Έλσα κάθε μέρα στην εταιρία που εργάζονταν και οι δυο για χρόνια. Εκεί γνωριστήκανε. Εκεί γιορτάσανε και τις 17 επετείους του γάμου τους. Ανάμεσα σε χαρτιά, συμφωνίες και υπογραφές. 


Το κινητό της ηχούσε αλλά η Έλσα δεν είχε όρεξη για κουβεντούλα τώρα. Προτιμούσε να κάτσει στην ησυχία της. Να απολαύσει ένα ποτήρι κρασί και να πάει για ύπνο. Ο ήχος της βροχής που χτυπούσε στα παράθυρα συνέτεινε στην μαγεία της στιγμής και γρήγορα το μυαλό της Έλσας έτρεχε σ’άλλα μονοπάτια. 

Έπινε την τελευταία γουλιά κρασιού όταν άκουσε το κουδούνι. Παραξενεύτηκε. Κανείς δεν την επισκεπτόταν τέτοια ώρα. Πάτησε το κουμπί του θυροτηλεφώνου:

-Ποιός είναι;
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα από την άλλη πλευρά και βιάστηκε να το κλείσει όταν ακούσε:
-O Λουκάς είμαι. 

Άνοιξε την πόρτα ακριβώς τη στιγμή που άνοιγε το ανσανσερ. Η εικόνα του άντρα που είχε απέναντί της δε θύμιζε καθόλου τον δυναμικό και ισχυρογνώμον Λουκά. 
-Μπορώ να περάσω; ψιθύρισε.
Έκανε πέρα και τον άφησε να περάσει στο μικρό της σαλόνι. 
-Κρασί ή καφέ; τον ρώτησε. 
-Καφέ. 

Με τα ποτήρια στα χέρια, η Έλσα να πίνει ένα δεύτερο ποτήρι κρασί και ο Λουκάς τον ζεστό του καφέ, και αφού κοιτάχτηκαν αμίλητοι για ώρα, τον ρώτησε απαλά:
-Για πες. Που οφείλεται αυτή η μεταμεσονύχτια επίσκεψη;
Πρόσεξε την αμφιβολία στα μάτια του και πρόσθεσε εύθυμα: 
-Μη μασάς ρε συ. Κάθε αρχή και δύσκολη δε λένε; Τί συμβαίνει; Έπαθε τίποτα η Στελλίτσα σου;

Την ξανακοίταξε στα μάτια. Το βλέμμα του ερευνητικό, λες και πάλευε να κατανοήσει τον τρόπο που του μίλαγε, την τόση αδιαφορία της. Θα πίστευε άραγε όσα σκόπευε να της ξεφουρνίσει τώρα; Δε του φανέρωνε τίποτα το πρόσωπό της γι’αυτό και είπε ξέπνοα:
-Αυτό που συμβαίνει είναι ότι πήρε πόδι. Μη με κοιτάς έτσι. Η Στέλλα είναι για μένα παρελθόν.

Η αμηχανία του ήταν ολοφάνερη από την στιγμή που την είδε στην πόρτα να τον καλωσορίζει. Είχε έρθει για να της πει τον πόνο του, να βρει ένα αποκούμπι στη δύσκολη τούτη ώρα, να εκφράσει την απογοήτευσή του για την ακόμα μια προσωπική του αποτυχία. Και του στοίχιζε πολύ που έπρεπε να το ομολογήσει. 

-Σε καταλαμβαίνω, τόλησε να ξεστομίσει η Έλσα και εκείνος την σταμάτησε. 

-Όχι, δεν καταλαμβαίνεις. 
Συγγνώμη, ήθελα να πω, αφού δεν ξέρεις πως είναι τα πράγματα, πως εξελίχθηκαν όλα, πως έφτασα εδώ, πώς μπορείς να καταλαμβαίνεις; Δε μ’αφησε αυτή, εγώ την έστειλα στο σπίτι της. 

Και συνέχισε να της εξηγεί πως η ζωή μαζί της ήταν μια κόλαση και πως δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο που αυτή η γυναίκα τον έλκυσε και ότι ευτυχώς είχε καταλάβει έγκαιρα το λάθος του και μπορούσε να τα διορθώσει όλα.

Αυτό το τελευταίο έκανε την Έλσα να αναπηδήσει και να ζητήσει κάπως απότομα την έννοια του. 

Και εκείνος, με το θράσος της απελπισίας του, την βεβαίωσε ότι ήρθε απόψε για να διορθώσει το λάθος του. Να αποκαταστήσει επιτέλους την παλιά του ισορροπία. Δήλωσε με περισσή γοητεία στην Έλσα ότι αυτή ήταν η γυναίκα της ζωής του, ότι δεν είχε σταματήσει στιγμή να την αγαπάει, και που ήθελε σαν τρελός να ξανασμίξει μαζί της και να μην χωρίσουν ποτέ ξανά. 

-Σε ικετεύω Έλσα. Πίστεψέ με. Δεν είναι για το βόλεμά μου που το κάνω. Ούτε οι ανασφάλειές μου ήταν ο χάρτης μου προς την πόρτα σου αλλά η διαπίστωση του μεγάλου μου λάθους, που εν μέρει ήταν και δικό σου, αφού είχες βιαστεί να μου δώσεις την ελευθερία μου. 

-Μας ήθελες και τις δυο. Ποιό στήριγμα είμουνα εγώ; Το δεξί ή το αριστερό; Νομίζεις ότι δεν ξέρω τί λες; Ότι δεν καταλαβαίνω; Και για πες μου. Τί θα κάνεις τώρα που έχασες και τις δυο; Πώς σχεδιάζεις να προχωρήσεις με τη ζωή σου;

Την κοίταξε λυπημένος και μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του: 
-Μα σου εξήγησα. Ήρθα να σε παρακαλέσω..

Το ξέσπασμά της ήταν τόσο απότομο και έντονο όσο ήταν η βραδινή νεροποντή. Τον άρπαξε από το μπλουζάκι και τον χτύπαγε σαν να κρατούσε ψεύτικη κούκλα όχι ολόκληρο άντρα, φωνάζοντας πως πρέπει να μην τα’χει εξακόσια, ότι μάλλον τρελάθηκε, πως ήταν τεράστιο το θράσος του να θεωρεί ότι θα τον δεχόταν πίσω, πως δεν πίστευε ότι αυτός έδιωξε την μικρή αλλά το πιο πιθανόν εκείνη του έδωσε τα παππούτσια στο χέρι, και ένα σωρό άλλες βρισιές και κακίες, ώσπου άνοιξε την πόρτα και τον έσπρωξε έξω στριγκλίζοντας πως τέρμα τα πήγαινε-έλα στο σπίτι της πλέον. 

Έδωσε μια στην πόρτα που έκλεισε με τόση δύναμη που νόμιζες θα γκρεμιζόταν. Ακούμπησε πάνω της και ανάσαινε βαριά μέχρι να συνέλθει. Άκουσε το ανσανσερ να κατεβαίνει και χιλιάδες σκέψεις κατέλαβαν το κενό του εγκεφάλου της. Μπερδεμένες σκέψεις, απόψεις, θεωρείες, και πόνος. Πόνος δυνατός που δεν πίστευε ότι κρατούσε τόσο καιρό μέσα της.

Το κρασί δημιούργησε έναν τεράστιο λεκέ στον άσπρο κανάπε και το μόνο που κατάφερε η Έλσα να κάνει το επόμενο πρωί όταν άνοιξε τα μάτια της ήταν να μεταφερθεί στο κρεβάτι της.


2 comments:

astronaftis said...

πολύ μου άρεσε! συνέχισε...

Κασσάνδρα said...

Ευχαριστώ Νίκο! Να'σαι καλά!