Thursday 22 July 2010

Σβήστε το φώς επιτέλους!


Μόνο μαζί του μεταμορφωνόταν. Σε παιδί. Σε γυναίκα. Σε φίλη καλή. Μόνο μαζί του. 

Αυτός ποτέ δεν την είχε ρώτησει πώς ήταν πριν τον γνωρίσει, πώς ζούσε, για τη ζωή της, για το παρελθόν της. Τίποτα. 

Μόνο κάποτε, σε στιγμές απόλυτης σιωπής, αυτός άνοιγε διάπλατα τα μάτια του, κοίταζε το κενό και ξεστόμιζε περίεργες ερωτήσεις που γι’αυτήν φαίνονταν άστοχες. Και όταν έπαιρνε την απάντησή του, έπεφτε και πάλι στον συλλογισμό.

Κάτι βράδια την έπαιρνε τηλέφωνο φωνάζοντας ότι την χρειαζόταν κοντά του. Παρακαλώντας την να’ρθει. Κι αυτή έτρεχε να βρεθεί στο πλάι του. Τα παρατούσε όλα και έφευγε.  Διότι, “την είχε ανάγκη”. 

Τώρα αυτός ο άντρας απέναντί της, στ’άσπρα, την ρώταγε ερωτήσεις χιλιάδες. Ερωτήσεις που εκείνος δεν νοιάστηκε ποτέ να κάνει.  
-Σου λείπει; 
-Ήμουνα είκοσι τότε. Μπορεί και εικοσι-δύο. Ο χρόνος κυλάει σαν τιμωρός. Τίποτα δεν αφήνει να κρατήσει για πολύ. Τίποτα ωραίο, εννοώ.

Κάποια βράδια ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, νόμιζε πως τον μισούσε. Ξαφνικά ένιωθε προδωμένη. Όπως στη ζωή της ολόκληρη. Δεν ήθελε να το σκέφτεται. 

-Είναι που δεν καταλάβαινα πάρα πολλά σ’αυτόν. Δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. 

Τα βράδια της Άνοιξης είχε γίνει αυτό με την αϋπνία. Σαν εφιάλτης. Προσποιήτουν την κοιμισμένη και μετά όταν καταλάβαινε πως εκείνος είχε κοιμηθεί, στεκόταν δίπλα στο παράθυρο με τις ώρες. Έβλεπε έξω τους γλάρους να ανοίγουν τα φτερά τους και να γεμίζουν την πόλη φωνές και φασαρία. Ελεύθεροι ταξιδιώτες.  

Με την αυγή, μ’αυτό το αραιό φως που της θύμιζε αόριστα παρουσία, ένιωθε σιγουριά. Γύριζε στο κρεβάτι και κοιμόταν βαθιά, χωρίς όνειρα. 

Όταν πια πλησίασε το καλοκαίρι ήρθε αυτό με τον πανικό. Σαν αφύπνιση. Πλέον είχε καταφέρει να νικήσει την αϋπνία. Μα στη μέση της νύχτας τον ένιωθε να κινείται στον ύπνο του και να της αγγίζει τα μαλλιά. Αυτή ξυπνούσε τρομαγμένη για να δει αν όντως είναι το χέρι του αυτό που την χαίδευε. 

Την περνούσε μερικά χρόνια. Αυτή τον θαύμαζε. Εκείνος κολακευόταν με τον θαυμασμό της. Κάποτε είχαν μιλήσει σοβαρά για τη ζωή του.
Είχε μια ζωή δύσκολη, μπερδεμένη, με πολλή αγωνία και φόβο. 
-Εγώ είμαι έτσι, είχε δηλώσει εκείνος. Εσύ δε μπορείς να καταλάβεις. Είσαι αλλιώς. Είσαι καμωμένη για να ζεις σ’αυτόν τον κόσμο όπου όλα είναι φανερά, γίνονται στο φώς, γεννιούνται και πεθαίνουν στο φώς. Εγώ ζώ τόσα χρόνια στο σκοτάδι. Εγώ είμαι αλλιώς.

-Τότε θα σ’αγαπήσω. Θα σε βοηθήσω. Θα’ναι καλά έτσι. Θα με βοηθήσεις να αλλάξω. 

Γέλασε αυτός. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια με τα μελαγχολικά του μάτια.
-Είσαι μικρή και έχεις φαντασία. 

Χωρίς να το καταλάβουν πέρασε ο καιρός. Και ήτανε μαζί. 
Μα αυτή δεν άντεχε άλλο. Έγινε εύθραυστη. Έπεφτε στο κενό και δεν μπορούσε να κρατηθεί από πουθενά. Κι αυτός δεν κατάλαβε τίποτα. Τα χέρια του τα’χε απασχολημένα με το να γράφει τα δικά του. Και την άφησε να πέσει.

Μια συνεχής προσπάθεια για να κρατήσει κάτι που ήδη βρισκόταν σε σύψη την οδήγησε εδώ. 

Στην τρέλα. 

-Σβήστε το φώς επιτέλους! στρίγκλιζε αυτή. Ξάπλωνε στο μονό κρεβάτι της ψυχιατρικής πτέρυγας, στο μικρό άσπρο της δωμάτιο. Με τα κάγκελα στο παράθυρο. 

Το πρόσωπό της, πρόσωπο κούκλας, άλλαζε στο φως του φεγγαριού που τολμούσε να μπαίνει από τις χαραμάδες. Ένα χαμόγελο σκληρό και ψυχρό σαν λεπίδι στόλιζε την κάποτε τρυφερή της μορφή. 

Πάνω στο δέρμα του το λεπίδι τον έκανε να μετανιώνει.

No comments: