Tuesday 13 July 2010

Ξένοι και.. καταδικασμένοι


Τον κοίταξε χωρίς να παίρνει ανάσα. Λες και το οξυγόνο έπαψε ξαφνικά να εισέρχεται στους πνεύμονές της. 

Έκανε να τον αγκαλιάσει. Να τον ευχαριστήσει για αυτήν την απρόσμενη και απολαυστική βόλτα και τότε, κοιτάζοντας τον στα μάτια.. “Δε μπορώ”, ψέλλισε. “Το βλέμμα. Αυτό του το βλέμμα”, και ένιωσε κάτι μέσα της να σκιρτά, κάτι σαν ναυτία την κυρίευσε και ταυτόχρονα σαν να είχε φυσήξει ένα αεράκι που πήρε μακριά την καταχνιά που σκίαζε την μέρα της και φανέρωνε τώρα, μπροστά της, την ψυχή της γυμνή. 

Ήταν ένα βλέμμα γεμάτο αισιοδοξία, γεμάτο αντρική αποφασιστική απαίτηση από ανθρώπινη βιολογική ανάγκη για αναπαραγωγή. 

Σίγουρα ο Στεφάν την κοίταζε έτσι ασυναίσθητα, δεν είχε επίγνωση της ταραχής που της προκαλούσε. Και σίγουρα δεν πίστευε ότι αυτή η γυναίκα απέναντί του θα μπορούσε ποτέ να τον θελήσει όσο αυτός την ποθούσε. 

Την άρπαξε απότομα μα η στοργή και ο πόθος του ξεχειλίζαν από κάθε όργανο του σώματός του. Την έσφιξε δυνατά και της ψιθύρισε στη γλώσσα του λόγια αγάπης, λόγια απελπισμένης ανάγκης να υπάρξει ως άντρας, ως ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον. 

“Έλα μαζί μου”, την παρακάλαγε. “Έλα στη Φλορεντία ή αν θέλεις θα μείνω εγώ, εδώ, μαζί σου. Δεν περίμενα ποτέ να μου συμβεί αυτό που τώρα με κατακλύζει σαν χείμαρρος. Φώτισες τον σκοτεινό μου κόσμο”, και ένα σωρό τέτοια κι άλλα λόγια έρωτα και απελπισίας και ανάγκης. Που ακουγόντουσαν πέρα για πέρα αληθινά. 

Μα εκείνη την συνέπαιρνε το βλέμμα του. Το βλέμμα που είχε εξαφανιστεί προ πολλού από τα μάτια του αγαπημένου της που μάλλον τώρα θα την περίμενε στο σπίτι του. Το βλέμμα που είχε αγνοήσει την ύπαρξη, και που η καθημερινότητα της ρουτίνας της και της ζωής της, βοήθησε να διαγράψει από την μνήμη της. 


Μια γυναίκα με σάρκα και το άιμα που΄τρεχε ζεστό στις φλέβες της.

Ένα σχεδόν ανεπαίσθητο βλέμμα από έναν σχεδόν άγνωστο, είχε καταφέρει να την ξυπνήσει απ’τον λήθαργό της. 

“Φτωχή η ζωή μας, αγάπη μου”, σκεφτόταν όση ώρα ο Στεφάν τη χαίδευε και την γέμιζε ερωτόλογα.

“Eμείς που νομίζαμε πως τίποτα δεν έλειπε από τη ζωούλα μας, την τόσο ευτυχισμένη και τόσο αρμονική. Για δες τί κρύβουμε μέσα μας, πόσο αδύναμοι είμαστε μπροστά στις καταπιεσμένες μας ανάγκες που μάταια ελπίζουμε πως θα αφήσουμε πίσω μας μαζί με τα χρόνια που περνάνε”.

Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε γυμνή εκεί στη μέση του πουθενά, με τα δέντρα και τα πουλιά μάρτυρες, με έναν ξένο εραστή, που ανάμεσα στους ψίθυρους της λαχτάρας και της ηδονής του τού ξέφευγε μια άλλη κραυγή, εξίσου δυνατή και ανεξέλεγκτη “Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ”. 

Κι όταν όλα είχαν κοπάσει, κι είχαν και οι δυο σκεπάσει κάθε απόδειξη του σημερινού τους παραπατήματος, τον άκουσε να της δηλώνει ντροπιασμένα: “Συγγνώμη, δεν το ήθελα, μα μάλλον δεν τα καταφέρνω να κρατάω μέσα μου τις βαθιές μου επιθυμίες”.

Αυτό κατάλαβε, γιατί ήταν κι εκείνου η φωνή σπασμένη και τα αγγλικά του μπερδεμένα απ’την ντροπή και την αγωνία που ένιωθε μην τυχόν και την προσβάλει.

Άπλωσε το χέρι της και πέρασε τα δάκτυλά της μέσα από τα καστανά του μαλλιά.  Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και ήθελε, πόσο ήθελε, να του πει πως τέτοιον έρωτα δεν τον είχε ποτέ της ονειρευτεί, πως πάντα περίμενε αυτόν να έρθει για να συμπληρώσει τα κενά της ψυχής της. Φοβήθηκε όμως ότι κάτι τέτοιο θα ανέφλεγε κι άλλες ικεσίες και “σε παρακαλώ” και “έλα μαζί μου” που δε θ’άντεχε άλλο να αποφεύγει, κι έτσι σώπασε..

Εκείνος κοίταξε ψηλά τα αστέρια που άρχισαν να αχνοφαίνονται στολίζοντας τον καλοκαιρινό ουρανό του Ιουλίου, και την ξαναρώτησε, χωρίς τώρα να την βλέπει στα μάτια, λες και ήξερε ότι θα του ομολογούσε αλήθειες που δε θ’άντεχε:

“Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να τον χωρίσεις.. καμιά ελπίδα;”

Του απάντησε σιγανά, με φωνή σίγουρη και συνάμα αποφασιστική, με ένα τρέμουλο στη που αυτός στην ταραχή του δεν πρόσεξε στην αρχή, πως... “κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατόν.”

“Όχι. Τα χρόνια που είμαι μαζί του δε μπορώ να τα διαγράψω. Λυπάμαι, να’ξερες πόσο λυπάμαι.”

Κι αγκαλιάστηκαν πάλι. Δυο αγαπημένα πλάσματα που ήταν μοιραίο να χωριστούνε γιατί μπαίνουν ανάμεσά τους θάλασσες και πατρίδες και υποχρεώσεις κι άλλες αγάπες πιο δυνατές.

Και κλάψανε και οι δυο. 

Από χαρά, από λύπη;
Ούτε κι οι δυο δεν ξέρανε από τί. 

No comments: